Η συγγραφέας Βάσια Τζανακάρη μιλά στο in.gr/Βιβλίο για το νέο της βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Συνέντευξη στη Μαίρη Ε. Μπιμπή

Τζόνι και Λούλου, ένα μυθιστόρημα για τον απόλυτο έρωτα, τη δυνατή μουσική, τον ατελείωτο δρόμο. Ένα βιβλίο για τη γενιά που της έκλεψαν το μέλλον, που θυσιάζεται στο όνομα μιας κρίσης και που δεν σταματάει να ονειρεύεται. Και να φανταστώ ότι για σένα, Βάσια, η γραφή και η συγγραφή είναι αυτό που σε κάνει να συνεχίζει να ονειρεύεσαι εν καιρώ κρίσης; Ή μήπως σε βοηθά να έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους, ανεξαρτήτου ηλικίας και προέλευσης;

Σε δύσκολους καιρούς, όπου η ανασφάλεια απλώνεται ακόμα και στα όνειρα, ο κόσμος γεμίζει ονειροκρίτες. Όμως, τα όνειρα δεν χρειάζονται δεκανίκια όσο κι αν κάποιοι τα σακατεύουν. Γεννιούνται και ζουν μέσα σου, τρέφονται από την ίδια σου την ύπαρξη. Τα ακολουθείς εκ φύσεως. Δεν τα καθοδηγεί η συγγραφή. Η συγγραφή τα καταγράφει, όταν είσαι αποφασισμένος να τα ακολουθήσεις. Όταν ορισμένα από αυτά επιμένουν και σε επισκέπτονται ξανά και ξανά, τότε έρχεται η συγγραφή -ή ο όποιος άλλος ιδιαίτερος τρόπος έχεις- να τα καταγράψει, να τα κατεβάσει από τον κόσμο των ιδεών στην πραγματικότητα. Η συγγραφή με βοηθάει να εκφραστώ. Η δημοσίευση είναι αυτό που με φέρνει σε επαφή με ανθρώπους, που, διαβάζοντας τις ιστορίες μου, θυμήθηκαν κάτι απ’ τη δική τους ζωή. Στην ιστορία του Τζόνι και της Λούλου είναι δύσκολο να ονειρεύεσαι. Όμως, όλοι οι άνθρωποι βλέπουμε όνειρα και στον πιο βαθύ ύπνο. Κάνουμε όνειρα και στο πιο βαθύ σκοτάδι. Σημασία έχει να τα θυμόμαστε όταν βγαίνουμε στο φως. Η συγγραφή με βοηθάει να θυμάμαι.

Η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν κάποιο προσωπικό βίωμα ή κάτι άλλο; Γενικά από πού θα έλεγες ότι εμπνέεσαι για τις ιστορίες σου; Εντάσσεις πρόσωπα και καταστάσεις της καθημερινότητας στα βιβλία σου; (π.χ. οι φίλοι σου βλέπουν στοιχεία της προσωπικότητάς τους μέσα στους ήρωες των μυθιστορημάτων σου;)

Η έμπνευση προκύπτει από τη βιωματική σχέση του συγγραφέα με τον κόσμο που αντικρίζει. Εκτός, αν γράφει την Αποκάλυψη. Για τις ιστορίες μου η έμπνευση μπορεί να έρθει στιγμιαία από μια γωνιά της πόλης, μια συνομιλία που θα ακούσω τυχαία στο τρόλεϊ, τον τρόπο που στέκεται ένας φωτεινός άνθρωπος στο πλήθος αλλά και στη διάρκεια ενός τραγουδιού, μιας ταινίας, ενός διαβάσματος. Όταν η έμπνευση κάνει τον κύκλο της γύρω από ένα θέμα, κάπου εκεί εμφανίζεται η αφορμή για να γίνει το θέμα ιστορία. Το θέμα μου ήταν όλα όσα έβλεπα να συμβαίνουν τα τελευταία δύο χρόνια: άνθρωποι που μένουν, άνθρωποι που φεύγουν, άνθρωποι που δεν ξέρουν αν θα πρέπει να μείνουν ή αν θα πρέπει να φύγουν, άνθρωποι στα όρια της επιβίωσης και της αξιοπρέπειας που συνεχίζουν να αισθάνονται, να αστειεύονται, να προσπαθούν, να σέβονται.
Η αφορμή για το Τζόνι & Λούλου ήρθε όταν κάποια στιγμή σκέφτηκα, πώς θα ζήσουμε; Υπάρχει άραγε ένα καλύτερο μέρος να ζήσουμε; Οι άνθρωποι της κανονικής ζωής ζωντάνεψαν στο χαρτί προσπαθώντας να απαντήσουν. Αυτοί οι ήρωες, αλλά και οι ήρωες από προηγούμενες ιστορίες μου, είναι, συνήθως, ένα κράμα από ανθρώπους που ξέρω, που φαντάζομαι, που θυμάμαι, που νοσταλγώ, που υπάρχουν αλλά και που δεν υπάρχουν – κάτι σαν τους φανταστικούς φίλους που φτιάχνουν με τον νου τους τα παιδιά. Οι πραγματικοί μου φίλοι είναι ελεύθεροι να ταυτιστούν με όποιον από αυτούς νιώθουν πιο κοντά. Άλλωστε, είτε στα βιβλία είτε στον κινηματογράφο, όλοι μας ταυτιζόμαστε με τον ήρωα που θεωρούμε ότι έχει χαρακτηριστικά μας. Είναι ο τρόπος να θυμόμαστε την ιστορία όταν αυτή έχει πια ειπωθεί.

Έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε για μεγάλους έρωτες από συγγραφείς που έχουν κάνει μια προσωπική πορεία στον χρόνο. Έχουν ζήσει πράγματα και καταστάσεις, έχουν καταλήξει σε συμπεράσματα, γι’ αυτό και κατά κάποιο τρόπο «δικαιούνται» να γράφουν για τον έρωτα. Αλήθεια, εσύ πώς «τολμάς» να γράφεις για τον έρωτα, όντας τόσο μικρή και φρέσκια στο παιχνίδι της ζωής και του έρωτα; Γράφεις για τον ιδανικό ή τον πραγματικό καθημερινό έρωτα;

Δεν νομίζω ότι έχουμε συνηθίσει κάτι τέτοιο. Τέτοιες νόρμες και επετηρίδες δεν υπάρχουν ή τουλάχιστον εγώ δεν τις αναγνωρίζω. Δεν χρειάζεται να είσαι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών για να γράψεις τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας. Μπορείς, ασφαλώς, να εμπνευστείς από το τελευταίο ταξίδι εκεί που κάποιος άλλος θα εμπνεόταν απ’ την πρώτη συνάντηση. Στην ιστορία ενός έρωτα αναγνωρίζεις τις καταστάσεις με το βλέμμα της γενιάς σου και αφηγείσαι αναλόγως. Αν υπάρχει τόλμη σ’ αυτό, δεν είναι μεγαλύτερη απ’ την τόλμη που χρειάζεται για να μιλήσεις για τον θάνατο. Και αν υπάρχει ταλέντο, δεν είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό που χρειάζεται για να μιλήσεις για μια μέρα από τη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Το love story του Τζόνι και της Λούλου είναι, απλώς, η ιστορία δύο ερωτευμένων ανθρώπων σε μια οριακή κατάσταση. Είναι ένας αληθινός έρωτας και συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Το «μεγάλος», «ιδανικός» ή «καθημερινός» είναι μερικές απαντήσεις από το ερώτημα: Τι είναι αυτό που επιβιώνει;

Σε συνεντεύξεις σου έχεις δηλώσει ότι σου αρέσουν τα love stories και τα road movies. Θα φανταζόσουν το Τζόνι και Λούλου σε κινηματογραφική μεταφορά; Τι θα άλλαζες και τι θα διατηρούσες απ’ το αρχικό story στο κινηματογραφικό σενάριο; Ποιους ηθοποιούς θα φανταζόσουν στους ρόλους των πρωταγωνιστών;

Το πρώτο πράγμα που μου λένε οι αναγνώστες του Τζόνι & Λούλου είναι ότι πρέπει να γίνει ταινία! Δεν θα άλλαζα κάτι πέρα από την απαραίτητη προσαρμογή που χρειάζεται για να μετατραπεί ένα μυθιστόρημα σε σενάριο. Όσο για τους ηθοποιούς, θα ήμουν πανευτυχής αν η Μαρία Ναυπλιώτου αποφάσιζε να γίνει κοκκινομάλλα για να ενσαρκώσει τη Λούλου. Για το ρόλο του Τζόνι ίσως ο Γιώργος Καραμίχος.

Στη δύσκολη κοινωνικο-οικονομική συγκυρία που βιώνει η Ελλάδα, οι νέοι άνθρωποι όπως εσύ μπορούν να ελπίζουν σε υγιείς διεξόδους; Είναι προτιμότερο να έχεις έναν συνοδοιπόρο στην καθημερινότητά σου ή να αναζητάς μόνος σου λύσεις στα προσωπικά σου προβλήματα;

Εξαρτάται πώς ορίζει κανείς την υγιή διέξοδο, για να μιλήσουμε μετά για ελπίδα. Ένας middle-class Αμερικάνος μπορεί να θεωρεί υγιές να κάνεις yoga και jogging, ένας εργάτης Άγγλος να τη βγάζει σε μια παμπ όλη μέρα. Η ίδια ανάγκη για επιβίωση εκφράζεται διαφορετικά. Ειδικά, όταν οι καταστάσεις είναι τόσο ακραίες κανείς δεν έχει νόημα να κάνει τον politically correct τιμητή που αποφαίνεται ποια αντίδραση είναι υγιής και ποια όχι. Γιατί, αν και οι διέξοδοι φαντάζουν πολλές, καμία δεν είναι εξ’ αρχής ορατή. Όταν τη βρούμε, θα πούμε πως αυτή ήταν τελικά, γιατί αυτή σήμανε την επιβίωσή μας, την επιβίωση των περισσότερων. Δεν υπάρχει σχετικισμός εδώ -δεν είναι όλα δυνατά, αλλά υπάρχει σχετικότητα- τα πράγματα διαρκώς αξιολογούνται από διαφορετικές οπτικές. Το να πιεις ένα μπουκάλι κρασί μόνος σου στο σπίτι, ενδεχομένως να προβληματίσει τους γύρω σου, το να το πιεις σε ένα πάρτι δεν τρέχει τίποτα. Στη δική μου οπτική, η σημερινή κατάσταση δεν μοιάζει με πάρτι και οι διέξοδοι που προτείνονται προορίζονται για λίγους με μεγάλο ρίσκο. Στο μόνο που μπορεί να ελπίζει ένας νέος άνθρωπος είναι η δημιουργικότητά του. Η καλύτερη διέξοδος για αυτόν είναι να συνεχίζει να δημιουργεί, σε οποιαδήποτε μορφή – είτε φτιάχνει πίνακες, είτε μαγειρεύει, είτε παίζει με τα παιδιά του, είτε βλέπει κινηματογράφο με τους φίλους του. Είναι μια διέξοδος που δεν τη χρωστάει σε κανέναν. Κανείς δεν κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις δημιουργικές στιγμές του. Το απόλυτο αδιέξοδο είναι η αδράνεια. Και δεν πιστεύω ότι κανείς βαδίζει μόνος σε όλο αυτό. Ακόμα κι αν προσποιείται κάτι τέτοιο πάντα αναζητά τον άλλον. Έχει νόημα η διαφυγή σε έναν κόσμο όπου δεν έχει διαφύγει κανένας άλλος; Οι Beatles τραγούδησαν κάποτε «I get by with a little help from my friends» και χιλιάδες επανέλαβαν το τραγούδι τους. Aν και πολλοί τους κατηγόρησαν ότι αναφέρονταν στις μη υγιείς «διεξόδους». Τελικά, με ποιον τρόπο καταλαβαίνουμε την ιστορία εκείνης της εποχής;

Εσύ προσωπικά ποιες επικοινωνιακές διαδρομές προτιμάς για να έρθεις σε επαφή με τους ανθρώπους; Είσαι fun των social networks (facebook, twitter κ.λπ.) ή προτιμάς την παραδοσιακή προσωπική επαφή με φίλους και αναγνώστες; Άραγε τα social networks «απειλούν» να τροποποιήσουν τις ανθρώπινες σχέσεις; Πώς θα σου φαινόταν η πρόταση να κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο σου μόνο σε ψηφιακή μορφή;

Η επαφή με τους ανθρώπους είναι κάτι ευχάριστο απ’ όπου κι αν προέρχεται. Χρησιμοποιώ τα social media, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και της επικοινωνίας μου. Το να τα αρνείται κάποιος μου θυμίζει εκείνη τη σειρά βιβλίων που είχαμε παιδιά, το «Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος», όπου ο Πέτρος, ένας από τους ήρωες, πάντα απορρίπτει τις πρωτοποριακές ιδέες του γιου του, του Πετράκη, και το καρέ ακολουθεί η φράση: «Πάντα υπάρχουν μερικοί που αρνούνται την τεχνολογία». Οι ανθρώπινες σχέσεις αλλάζουν και εξελίσσονται διαρκώς στον χώρο και τον χρόνο με βάση την τεχνολογία. Δεν υπάρχει απειλή, υπάρχει εξέλιξη. Και μέχρι στιγμής τίποτα δεν έχει καταργήσει την ανθρώπινη επαφή, ούτε καν ο Θεός. Καθόλου θεϊκά εργαλεία, τα social media αποτελούν ένα νέο φορμάτ επικοινωνίας. Κάτι παρόμοιο ισχύει για το e-book. Είναι ένα διαφορετικό φορμάτ, προϊόν της εξέλιξης της ανθρώπινης επικοινωνίας. Για μένα, προσωπικά, στερείται την αίσθηση του συλλεκτικού αντικειμένου που έχει ένα βιβλίο με «σάρκα και οστά». Κάθε φορά που ταξιδεύω στη βόρεια Ευρώπη, βλέπω ολοένα και περισσότερους να το χρησιμοποιούν. Στη Μεσόγειο φαντάζομαι ότι πάνω στην οθόνη η ιστορία δεν αντανακλά τον ήλιο με τον τρόπο του χαρτιού. Είναι ο τρόπος να διαβάζεις ιστορίες και να σου μένουν. Η μνήμη είναι επιβίωση.

Από τη σύντομη (εννοώ ως προς τον αριθμό των βιβλίων που έχεις εκδώσει) παρουσία σου στον χώρο του βιβλίου, πώς αξιολογείς το παρόν και μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα; Υπάρχουν οι δυνατότητες ανάδειξης νέων ανθρώπων από τον χώρο των γραμμάτων, δεδομένου ότι ο εκδοτικός χώρος πλήττεται και αυτός από την οικονομική κρίση;

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του βιβλίου στην Ελλάδα είναι ότι δεν καταφέρνει να μπει στα σπίτια των Ελλήνων. Και γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να φταίνε όλοι όσοι εμπλέκονται στον χώρο του βιβλίου. Συγγραφείς, δημοσιογράφοι, βιβλιοπώλες, εκδότες. Ο καθένας έχει το δικό του κομματάκι ευθύνης. Ο συγγραφέας που είναι εστέτ και θέλει να γίνει δημοσιογράφος, ο δημοσιογράφος που ακολουθεί την πεπατημένη της παρέας που γράφει ιστορία και θέλει να γίνει βιβλιοπώλης, ο βιβλιοπώλης που δεν δημιουργεί καλές σχέσεις με τους πελάτες του και θέλει να γίνει εκδότης, ο εκδότης που απορρίπτει καλές ιστορίες και θέλει να γίνει συγγραφέας. Φαύλος κύκλος. Αλλά και για όσα βιβλία μπαίνουν στα σπίτια των Ελλήνων πρέπει να αναγνωρίσουμε τις προσπάθειες συγγραφέων, δημοσιογράφων, βιβλιοπωλών, εκδοτών που αγαπούν και ξέρουν τη δουλειά τους. Υπάρχουν εξαιρετικοί νέοι συγγραφείς, οι οποίοι προβάλλονται και παίρνουν δύναμη από τις καλοπροαίρετες κριτικές. Όπως, υπάρχουν και πολλά σπουδαία ταλέντα που δεν θα εκδοθούν ποτέ. Κάπου εδώ βρίσκεται και η ευθύνη του κόσμου. Για το βιβλίο και τους συγγραφείς υπάρχει μέλλον όπου υπάρχει κουλτούρα ανάγνωσης.

Με το πρώτο σου βιβλίο «Έντεκα μικροί φόνοι: Ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave» (εκδ. Μεταίχμιο) ήσουν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Τι σημαίνουν για σένα τα βραβεία; Χωρίς αυτά μπορεί να υπάρξει συγγραφή; Μήπως σε αγχώνουν και δημιουργούν εμπόδια στο να γράφεις για θέματα που δεν είναι «εμπορικά»;

Τα βραβεία είναι μια ευχάριστη «παρενέργεια» της τέχνης ως βιομηχανίας. Είναι μια επιβράβευση από τους ανθρώπους του χώρου που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Ασφαλώς, η συγγραφή μπορεί να υπάρξει και χωρίς τα βραβεία. Δεν μπορεί να υπάρξει, όμως, χωρίς ανθρώπους. Για μένα, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τον ενθουσιασμό των αναγνωστών και τις καλοπροαίρετες κριτικές.

Τι να περιμένουμε μετά το Τζόνι και Λούλου; Έχεις βρει την επόμενη ιδέα για βιβλίο; Θα ζητούσες τη βοήθεια του κοινού, προκειμένου να διαμορφώσεις το επόμενο story;

Θα πάρω το 50-50. Έμπνευση-Διαβάσματα. Ιδέες έχω πάντα πολλές. Συνήθως διαλέγω αυτή που επιμένει και μου μιλάει εντονότερα κάθε φορά. Έχω ήδη αποφασίσει ποια θα αποτελέσει το επόμενο βιβλίο μου αλλά οι ήρωες δεν μ’ αφήνουν να πω τίποτα ακόμη.