Άρης Φιορέτος: Πατρίδα μου ειναι το γραφείο μου
Με διακρίσεις -μεταξύ άλλων- του Κέντρου Γκεντί, του DAAD Κουνστλερπρογκράμ Βερολίνου, της Σουηδικής Ακαδημίας, ο Άρης Φιορέτος, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μιλά για την ενασχόλησή του με τη συγγραφή, τη διπλή του «ταυτότητα» και δηλώνει πως τελικά, το να είσαι Έλληνας ίσως να είναι θέμα και (συν)αισθήματος και συνείδησης.
Ο Άρης Φιορέτος γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ, το 1960. Στο σπίτι έμαθε πρώτα τα γερμανικά και ύστερα τα ελληνικά. Σπούδασε Ιστορία της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ και στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Εργάστηκε ως μεταφραστής, ως επιμελητής κειμένων και ως αρθρογράφος για διάφορα σουηδικά περιοδικά.
Ως συγγραφέας έκανε την εμφάνισή του το 1991, με τα πεζοτράγουδα Delandets bok και τα δοκίμια Det kritiska ogonblicket: Holderlin, Benjamin, Celan. Ακολούθησαν τα δοκίμια Den grao boken (1994), En bok om fantomer (1996) και μια συλλογή από νουβέλες με τίτλο Vanitasrutinerna (1998).
Στην Ελλάδα, έχει μεταφραστεί το πρώτο του μυθιστόρημα Στοκχόλμη νουάρ (μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, Eκδ. Καστανιώτη 2002).
O Φιορέτος υπήρξε επίσης ένας από τους 13 συγγραφείς που συνέγραψαν το Global Novel (Eκδ. Καστανιώτη 2003).
Το γεγονός ότι, γεννηθήκατε από Έλληνες και Αυστριακούς γονείς και συνδυάζεται αυτές τις δύο πατρίδες, έχει επηρεάσει το γράψιμό σας;
Τα προηγούμενα χρόνια, είχα τη ρομαντική νοοτροπία πως, όλα όσα χρειαζόμουν ήταν μέσα σ’ ένα ξενοδοχείο, όχι κάπου συγκεκριμένα. Ίσως, αυτό ήταν το αποτέλεσμα του να μεγαλώνεις σε μια οικογένεια με τάσεις μετακίνησης. Νόμιζα ότι η κινητικότητα ανταποκρίνεται καλύτερα στη νομαδική πρακτική της συγγραφής. Όσο υπήρχαν μερικά τετραγωνικά μέτρα χώρου, που μπορούσα, προσωρινά, να αποκαλέσω δικά μου, ήμουν εξίσου χαρούμενος στο Πόντουνκ, στο Οχάιο όσο και στο Ξαναντού. Αλλά αυτό δεν είναι αληθές. Χρειάζομαι σταθερότητα.
Όταν γράφω, ευδοκιμώ στη μονοτονία. Η καθημερινή ρουτίνα θα πρέπει να αλλάζει όσο δυνατό λιγότερο, σε ανθρώπινο πλαίσιο. Σηκώνομαι μόλις χαράξει, δουλεύω λίγες ώρες και μετά πηγαίνω την κόρη μου στο νηπιαγωγείο. Στη συνέχεια, συνεχίζω (να γράφω) ως αργά το απόγευμα, προτού πάω γι’ αυτό το μαγικό τρέξιμο στο πάρκο, που μοιάζει να είναι ο μόνος τρόπος για να χαλαρώσει ο «γόρδιος δεσμός» της σκέψης.
Αργότερα, υπάρχει η οικογενειακή ζωή, το δείπνο, το καθημερινό θέαμα της ύπαρξης. Πάω στο κρεβάτι κατά τις 9. Εάν υπάρχει μια πατρίδα σ’ αυτό το πλαίσιο, τότε αυτή μπορεί να είναι μόνο το γραφείο μου. Είμαι ο μόνος κυβερνήτης και ο μόνος κάτοικος. Και, δυστυχώς, πρέπει να αναφέρω: δεν εκδίδονται θεωρήσεις διαβατηρίων.
Υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος μεταξύ των διαφορετικών βιβλίων που γράφετε;
Μού πήρε κάποιο χρόνο να το συνειδητοποιήσω, αλλά φαίνεται πως γράφω συστάδες βιβλίων. Είναι σαν να χρειάζεται να προσεγγίσω ό,τι με απασχολεί από διαφορετικές γωνίες, προτού προχωρήσω παρακάτω. Τελευταία, εργάζομαι πάνω σε μια «βιολογική τριλογία» – τρεις νουβέλες που ασχολούνται με τους ποικίλους τρόπους, με τους οποίους σχετιζόμαστε με τον κόσμο: με το μυαλό μας, την καρδιά μας και το φύλλο. Διατυπωμένο διαφορετικά: με την αντανάκλαση, το συναίσθημα και το ένστικτο.
Το περασμένο φθινόπωρο, εξέδωσα κάτι αρκετά διαφορετικό, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ο τελευταίος Έλληνας», που αφορά τη μετατόπιση: από τη μία κουλτούρα ή γλώσσα στην άλλη, αλλά, επίσης, σε όρους αγάπης και φιλίας. Ήθελα να αφηγηθώ ορισμένα χρόνια της ζωής κάποιου Γιάννη Γεωργιάδη, ο οποίος αφήνει το πατρικό του, στα ορεινά της Μακεδονίας και πηγαίνει στη Σουηδία, στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Καθώς είμαι πεπεισμένος ότι, τα ανθρώπινα όντα δεν τελειώνουν στις άκρες των δαχτύλων τους, αλλά αποτελούνται και από άλλους ανθρώπους, τόσο πριν όσο κι έπειτα απ’ αυτούς μέσα στον χρόνο, συνειδητοποίησα πως ήταν αναγκαίο να πάω μπρος και πίσω στην ιστορία.
Η πλοκή (της ιστορίας), που είχε αρχικά περιοριστεί σε μια τριετία, έγινε τελικά μια οικογενειακή «εποποιία», που επεκτείνεται σ’ έναν αιώνα. Φοβάμαι πως αυτό το ενδιαφέρον για την αίγλη και τις μεταπτώσεις της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας μπορεί να διαχυθεί και σε άλλα βιβλία- σ’ αυτή την «ολική καταστροφή», για την οποία μίλησε κάποτε ο Αλέξης Ζορμπάς.
Με τι τρόπο ο ακαδημαϊκός μέσα σας έχει επηρεάσει -αν ναι- τη συγγραφική σας ενασχόληση;
Άφησα τον ακαδημαϊκό κόσμο πολλά χρόνια πριν. Σήμερα λέω πως δεν με ενδιαφέρουν οι μηχανισμοί της ερμηνείας. Δεν μπορώ να επιστρατεύσω το παραμικρό πάθος για την κατανόηση του πώς λειτουργεί μια μηχανή των κειμένων. Προσωπικά, είμαι ικανοποιημένος να «οδηγώ» και να απολαμβάνω το τοπίο.
Το να είσαι Έλληνας είναι θέμα (συν)αισθήματος ή συνείδησης;
Όντας το παιδί ενός Έλληνα πατέρα και μιας Αυστραλής μητέρας, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Σουηδία, δεν είμαι σίγουρος ότι έχω μια ξεκάθαρη -ή κατά κάποιο βαθμό καθαρή- αντίληψη του τι σημαίνει να είσαι Έλληνας. Αλλά υποθέτω ότι, κατά κάποιον τρόπο, αισθανόμουν πάντα τη γλώσσα μου να είναι σουηδική και η αυτοκυριαρχία μου αυστριακή ή μάλλον βιεννέζικη.
Σε ό,τι αφορά κάποιο συγκεκριμένο ελληνικό τμήμα του σώματός μου, πιστεύω ότι είναι η σπονδυλική στήλη, αυτή η αινιγματική επιμήκυνση, όπου ταξιδεύει η ανατριχίλα, όπου κατοικοεδρεύει η ακεραιότητα του χαρακτήρα. Η ελληνικότητα είναι τελικά (συν)αίσθημα ή συνείδηση; Ίσως λίγο και από τα δύο
Εξακολουθείτε να έχετε δεσμούς με την Ελλάδα;
Βεβαίως. Παρά το γεγονός ότι οι Φιορέτοι είναι ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, σκορπισμένων σε τρεις γενεές και σε άλλες τόσες ηπείρους, κρατάμε δεσμούς. Η οικογενειακή ιστορία έχει γνωρίσει το παράδοξο του δίγαμου και του δολοφόνου, αλλά παραμένουμε μανιασμένα υπερήφανοι για το όνομά μας.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας Έλληνας/Ελληνίδα ποιητής/ποιήτρια και συγγραφέας και γιατί;
Έχω αδυναμία γι’ αυτό τα μελαγχολικό ζευγάρι των αρχών του 20ου αιώνα στα Ελληνικά Γράμματα: τη Μαρία Πολυδούρη και τον Κώστα Καρυωτάκη. Αυτές οι αχανείς σκιές του γκρι, αυτή η παθιασμένη αίσθηση ρυθμού και λύπης. Γιατί ο Χατζηδάκις δεν αξιολόγησε ποτέ τους στίχους τους; Είμαι πεπεισμένος ότι θα μπορούσε να αναδείξει το διαπεραστικό μείγμα θαυμασμού και απελπισίας.
Σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη λογοτεχνία, θα πρέπει να παραδεχτώ πως δεν την παρακολουθώ επισταμένως. Ωστόσο, θαυμάζω το συγκρατημένο πάθος της Κικής Δημουλά, την ενοχλητική ευφυΐα της Λένας Διβάνη.
- Ο Τομ Κρουζ χορεύει με ένα… φτυάρι στη νέα ταινία του – Οι πρώτες εικόνες
- Μπορεί ένα χριστουγεννιάτικο κομμάτι να μας οδηγήσει στην υπερκατανάλωση; Το φαινόμενο Mariah Carey
- Γιατί οι ευρωπαϊκές φαρμακοβιομηχανίες πουλάνε περισσότερο στις… ΗΠΑ
- Σε ασφυκτικό κλοιό το Μαξίμου – Τέσσερα ανοιχτά μέτωπα ρίχνουν τις κυβερνητικές προσπάθειες αλλαγής ατζέντας στο κενό
- Στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γαλλία… σκάρωσε η τεχνητή νοημοσύνη
- Επιδόματα: Πώς διαμορφώνονται μετά τις αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις






