Λονδίνο: Η ανεξέλεγκτη κατανάλωση κορεσμένων λιπών ή κόκκινου κρέατος ενδέχεται να ενισχύει το ενδεχόμενο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, σύμφωνα με καναδική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο British Journal of Cancer.

Παλαιότερες μελέτες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα, ωστόσο οι επιστήμονες διερευνούν και την πιθανότητα μεγέθυνσης του κινδύνου και από εξωγενείς παράγοντες, όπως η παχυσαρκία.

Στο πλαίσιο της μελέτης, μια ομάδα επιστημόνων από το Ontario Cancer Institute σύγκριναν 45 παλαιότερες έρευνες, οι οποίες περιλάμβαναν 580.000 υγιείς γυναίκες και 25.000 πάσχουσες από καρκίνο του μαστού.

Αφού ανέλυσαν τα στοιχεία των μελετών, λαμβάνοντας υπόψη τους και άλλους εξωγενείς παράγοντες που ενισχύουν την πιθανότητα προσβολής από τη νόσο, στη συνέχεια σύγκριναν μεταξύ τους τις γυναίκες με τον υψηλότερο και χαμηλότερο δείκτη πρόσληψης λίπους, ώστε να διαπιστώσουν κατά πόσον η κατανάλωση λιπών συμβάλλει στην εμφάνιση της νόσου.

Αυτό που διαπιστώθηκε ήταν πως οι γυναίκες που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες κορεσμένου λίπους διέθεταν κατά κανόνα 20% μεγαλύτερο κίνδυνο προσβολής από καρκίνο του μαστού.

Ο κίνδυνος παρουσίαζε αυξομειώσεις αναλόγως με τον τύπο του καταναλισκόμενου λίπους (κορεσμένο ή ακόρεστο το οποίο διακρίνεται σε μονοακόρεστο και πολυακόρεστο), ωστόσο ο κίνδυνος προσβολής από καρκίνο του μαστού άγγιζε κατά μέσο όρο το 13%.

Στην ίδια έρευνα καταδείχθηκε ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων κόκκινου κρέατος αύξανε κατά περίπου 17% τον κίνδυνο σε σχέση με όσες έτρωγαν τη συγκεκριμένη μορφή κρέατος σε μικρές δόσεις ή το απέφευγαν παντελώς.


Το κορεσμένο λίπος είναι αυτό που προέρχεται από ζωικές πηγές (κρέας, τυρί, βούτηρο, κλπ) και θεωρείται επιβλαβές καθώς είναι γνωστό ότι προκαλεί αθηρωματική νόσο. Τα ακόρεστα λίπη διακρίνονται σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα και είναι φυτικής προέλευσης (πχ ελαιόλαδο).


«Γνωρίζουμε καλά το ρόλο της παχυσαρκίας όσον αφορά τον καρκίνο, ωστόσο θεωρούμε ότι τα αποτελέσματα της τρέχουσας έρευνας είναι πολύ πιθανό να είναι υποτιμημένα και ο πραγματικός κίνδυνος να είναι πολύ μεγαλύτερος», αναφέρει χαρακτηριστικά ένα από τα βασικά μέλη της ερευνητικής ομάδας.

health.in.gr