Λίγες συγκρούσεις σφράγισαν τη μετέπειτα ιστορία του τόπου με τον τρόπου το έκαναν τα Ιουλιανά. Η πολιτική διαχωριστική γραμμή που καθόρισαν θα επιβιώσει για πολλά χρόνια, ακόμη και όταν η Χούντα και η Μεταπολίτευση θα οδηγήσουν σε μετασχηματισμούς των πολιτικών εκφράσεων των διαφορετικών πόλων της σύγκρουσης. Η μορφή που πήραν οι συγκρούσεις στο δρόμο θύμιζε πολύ περισσότερο τις κινητοποιήσεις που θα σφράγιζαν τη μεταπολιτευτική περίοδο. Νέες διαιρέσεις προστέθηκαν εντός της αριστεράς οδηγώντας στην εμφάνιση μιας νέας επαναστατικής αριστεράς. Προηγούμενα όρια και αυτοπεριορισμοί στην πολιτική δράση θεωρήθηκε ότι έπρεπε να ξεπεραστούν από μία νέα γενιά που δεν κουβαλούσε με τον ίδιο τρόπο το βάρος της ήττας του Εμφυλίου.

Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να αμφισβητηθεί η βαρύτητα εκείνων των διαχωριστικών γραμμών που διαμορφώθηκαν στα Ιουλιανά και ακόμη και όταν αυτό εξαγγέλθηκε, στη διάρκεια των διεργασιών του «1989», εντούτοις η ιστορία έδειξε ότι ήταν πιο επίμονες και πιο βαθιές τροφοδοτώντας και επόμενους γύρους μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Την ίδια στιγμή, η συζήτηση γύρω από τα Ιουλιανά είχε πάντα μια δυσκολία, καθώς η δυναμική του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που ξεδιπλώθηκε τότε, τόσο στον δρόμο όσο και στο εσωτερικό της Αριστεράς, υπερέβαινε τον τρόπο με τον οποίο είχε προσδιοριστεί μέχρι τότε η «δημοκρατική» ή «προοδευτική» πολιτική. Το τραύμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών και η αποτυχία να υπάρξει μια αποτελεσματική αντίσταση αρχικά, παρά τον αναμφίβολο ηρωισμό όσων διάλεξαν αυτόν τον δρόμο και η εμφάνιση μιας μαχητικής νέας γενιάς γύρω από το Πολυτεχνείο, όπως και οι μετασχηματισμοί του πολιτικού τοπίου με το ΠΑΣΟΚ να έρχεται σε τομή με το Κέντρο και την Αριστερά να έχει νέες διασπάσεις, οδήγησαν σε μια ορισμένη απώθηση αυτής της μνήμης. Όχι τόσο με την έννοια της ιστορικής διαγραφής όσο της αποφυγής αναμέτρησης με τα ερωτήματα που έθετε. Εξ ου και η αίσθηση μιας «χαμένης ευκαιρίας» ή για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο που έδωσε ο Στρατής Τσίρκας στο σχετικό μυθιστόρημα που έγραψε μιας «Χαμένης Άνοιξης».

Όμως, τα Ιουλιανά υπήρξαν όχι μόνο η κορυφαία στιγμή της βαθιάς πολιτικής κρίσης, κρίσης ουσιαστικά του μετεμφυλιακού καθεστώτος που θα κορυφωθεί με τη Δικτατορία, αλλά και η μεγαλύτερη κοινωνική σύγκρουση της περιόδου μετά τον Εμφύλιο. Αυτό σήμαινε και την επιτακτική ανάγκη να αποτελέσει και αντικείμενο σοβαρής ιστορικής έρευνας και θεωρητικής προσέγγισης. Αυτό ακριβώς κάνει το βιβλίοτου κοινωνιολόγου και εκπαιδευτικού Κωνσταντίνου Λαμπράκη με τίτλο «Παρεμποδίζοντας την Αποστασία. Ιουλιανά 1965: κοινωνική διαμαρτυρία και Αριστερά» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος. Οπλισμένος με τα εργαλεία που προσφέρουν οι σύγχρονες ριζοσπαστικές θεωρίες για τα κοινωνικά κινήματα και μια εντυπωσιακή συγκέντρωση εμπειρικού υλικού (αποδελτιώσεις, συνεντεύξεις, καταγραφές), ο Λαμπράκης ανασυγκροτεί το πλούσιο και εκτεταμένο ρεπερτόριο συλλογικών δράσεων που ξεδιπλώθηκε στις «70 ημέρες» των συγκρούσεων, αλλά και να εξηγήσει με τρόπο τεκμηριωμένο τον αντίκτυπο που είχε μέσα στην ίδια την Αριστερά.

Ιδιαίτερη σημασία έχει ο τρόπος που ο Λαμπράκης υπενθυμίζει ότι τα Ιουλιανά δεν ήταν μια ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά τμήμα ενός μεγάλου παγκόσμιου κύκλου κοινωνικής διαμαρτυρίας και αγωνιστικής διεκδίκησης, αυτού που σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως το «Παγκόσμιο 1968» και που προφανώς αφορά όλη τη δεκαετία του 1960 και μέρος της δεκαετίας του 1970. Επισημαίνει εύστοχα ότι μπορεί τα Ιουλιανά να είχαν ένα χαρακτήρα δημοκρατικής διεκδίκησης και όχι έναν ρητά αντικαπιταλιστικό ή αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα όπως άλλα κινήματα εκείνης της περιόδου, αυτό όμως δεν μειώνει τον πραγματικά ριζοσπαστικό χαρακτήρα τους.

Η αναλυτική στατιστική καταγραφή που κάνει των κινητοποιήσεων, επιτρέπουν στον Λαμπράκη να αντλήσει κρίσιμα συμπεράσματα. Δείχνει καταρχάς ότι σε μεγάλο βαθμό το δίκτυο των κινητοποιήσεων, που ήταν πανελλαδικές, ακολούθησε την οργανωτική διάρθρωση και δύναμη της Αριστεράς που πρωταγωνίστησε στην οργάνωση των κινητοποιήσεων. Η εμφάνιση μεγάλων κοινωνικών κινημάτων το προηγούμενο διάστημα, που εκφράστηκαν στην άνοδο των εργατικών αγώνων, την ισχυρή παρουσία του φοιτητικού κινήματος, το διεκδικητικό ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτυπώνεται και στο ρόλο των αυτών των συλλογικών υποκειμένων στην οργάνωση των κινητοποιήσεων, φέρνοντας στο προσκήνιο το σύνολο των υποτελών τάξεων. Πάνω από όλα, ο δρόμος, η μεγάλη μαζική διαδήλωση, υποβοηθούμενη από την πολιτική απεργία, γίνεται το βασικό μέσο διαμαρτυρίας και άσκησης ασφυκτικής πίεσης, ενώ για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα αποτυπώνεται και διάθεση των διαδηλωτών να συγκρουστούν με τις δυνάμεις καταστολής, υπερβαίνοντας και τα όρια εντός των οποίων κατά την ηγεσία της Αριστερά έπρεπε να κινούνται οι κινητοποιήσεις και πυροδοτώντας μιας συζήτηση περί «προβοκατόρων» που θα συνεχιστεί για  αρκετά χρόνια.

Μια τόσο μεγάλη κινητοποίηση ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει κραδασμούς στο εσωτερικό της Αριστεράς. Κραδασμοί που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, ας μην ξεχνάμε ότι και Σωτήρης Πέτρουλας διαγραμμένος ήταν από τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη.  Όπως δείχνει ο Λαμπράκης για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα η βασική στρατηγική της Αριστεράς που επικέντρωνε στον εκδημοκρατισμό και εκ των πραγμάτων στη συνεργασία με το Κέντρο – που γι’ αυτό τον λόγο αποκτά μια ηγεμονική θέση και διεκδικεί σημαντικό μέρος της εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων – δέχεται αυστηρή κριτική από  ένα δυναμικό, συχνά νεανικό που θεωρεί ότι αυτός ο ακολουθητισμός προς το Κέντρο δεν επιτρέπει να ξεδιπλωθεί πλήρως ο κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός που αποτυπωνόταν έμπρακτα στο δρόμο και τις μαζικές κινητοποιήσεις. Αυτό διαμορφώνει για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα την αναζήτηση μιας «άλλης αριστεράς», οδηγώντας στη διαμόρφωση ενός διακριτού ρεύματος επαναστατικής αριστεράς

Από εκεί και πέρα, η πρωτοφανής έκταση και διάρκεια των κινητοποιήσεων, ο έμπρακτος ριζοσπαστισμός των υποτελών τάξεων και η εμφάνιση μιας πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής που ερχόταν σε ευθεία ρήξη με τα ασφυκτικά θεσμικά, πολιτικά και ιδεολογικά όρια του αυταρχικού αντικομμουνιστικού μετεμφυλιακού καθεστώτος, δυναμική που βρήκε την αντανάκλασή της στα εκλογικά αποτελέσματα του 1963 και του 1964, εξηγεί γιατί το πραξικόπημα του 1967 ήταν πρωτίστως ένα είδος προληπτικής αντεπανάστασης, μια προσπάθεια να διατηρηθεί το αυταρχικό πλαίσιο και να ακυρωθεί η δυναμική του λαϊκού παράγοντα.