Υπάρχει ένας κίνδυνος όταν ανοίγεις την καταπακτή του φολκλόρ για να αντλήσεις υλικά ως βάση σε μια ιστορία του φανταστικού εν έτει 2025. Να πάρεις, δηλαδή, τόσο πολύ στα σοβαρά αυτό το υλικό και να ανταποκριθείς στις προβολές των αναγνωστών που πιθανότατα διψούν για ελληνικό «γκόθικ», σκηνές σοκαριστικού τρόμου και όσα (δεν) βάζει ο νους του ανθρώπου. Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης αντιμετωπίζει όντως με σοβαρότητα το φολκλόρ ως «μυθολογικό» εφαλτήριο, αλλά αποφεύγει επιμελώς τις παρεκκλίσεις στη νουβέλα «Το κατέβασμα του φεγγαριού» (εκδ. Ίκαρος), που ως ένα σημείο λειτουργεί ως ευχάριστο ξάφνιασμα για τη σύγχρονη ελληνική βιβλιοπαραγωγή.

Το ξάφνισμα προέρχεται από την ιστορία της 18χρονης φοιτήτριας Κίρκης, η οποία ύστερα από δέκα χρόνια επιστρέφει στο ορεινό χωριό της μητέρας της, την Πεζούλα Καρδίτσας, πριν το σπίτι τους περάσει στα χέρια του γιατρού Πέτρου, στον οποίο πωλείται. Η νεαρή γυναίκα αφήνει τη -φαινομενική- ασφάλεια της πόλης για να καταλήξει στο χωριό των λαϊκών δοξασιών και της απύλωτης προφορικότητας, εκεί όπου οι θρύλοι γίνονται το υφάδι των μικροϊστοριών. Όπως ο θρύλος για τον κυνηγό που καυχιόταν ότι μπορούσε να σημαδέψει τα πάντα, για να δεχθεί τελικά την επίσκεψη του διαβόλου και την πρόκληση να τουφεκίσει το φεγγάρι ρίχνοντάς το από τον ουρανό. Όπως συμβαίνει σε κάθε λαϊκή δοξασία που σέβεται τον εαυτό της (όποιος έχει μετρήσει καλοκαίρια σε ορεινό χωριό της Ελλάδας το γνωρίζει), η συνέχεια γράφεται με το ρητορικό σχήμα της υπερβολής. Το φεγγάρι όντως πέφτει και ο συρφετός των αλλόκοτων πλασμάτων στοιχειώνει λαγκάδια, πλατείες και καμινάδες. Ο κυνηγός θα περιπλανηθεί κυνηγημένος από τις τύψεις του μέχρι που θα τον τσιμπήσει ένας σκορπιός. Μια παραλλαγή του μύθου του Ωρίωνα, δηλαδή, τον οποίο θανατώνει το φαρμάκι του Σκορπιού πριν οι αρχαίοι τους ανεβάσουν στον ουρανό ως αστερισμούς κατά την προσφιλή τους ανθρωπομορφική συνήθεια.

Ο συγγραφέας Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Η ιστορία αυτή θα λειτουργήσει σαν μοτίβο μέσα στη μεγάλη αφήγηση. Εκεί όπου η Κίρκη μένει μόνη σε ένα παγωμένο σπίτι -η μητέρα της επιστρέφει εσπευσμένα στην Αθήνα-, ανταριάζεται από το ποδοβολητό των τρωκτικών στη σκεπή, αντικρίζει τη νύχτα χωρίς σελήνη και όλο το χωριό να μεταμορφώνεται ολόγυρα χωρίς η ίδια να μπορεί να ακουμπήσει κάπου με τα χέρια της. Ο Τσαπραΐλης -με «θητεία» από τις «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» στους «Αντίποδες» και γνώστης του ξένου είδους- σκηνογραφεί το απόκοσμο με επιμέλεια, υπαινιγμούς και σταδιακή κορύφωση. Τα στιγμιότυπα της ελληνικής επαρχίας θα φανούν όντως αληθοφανή και γνώριμα για όποιον την πρόλαβε έστω και τη δεκαετία του 1980 -ο συγγραφέας έχει γεννηθεί το 1984 στη Λάρισα και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Είναι, όμως, η προσεκτική σύνδεση με τη σημερινή πραγματικότητα που προσθέτει ψηφίδες στο σκηνικό. Κάποια στιγμή, για παράδειγμα, η Κίρκη μένει εκτός δικτύου χάνοντας την επαφή με την Αθηναία φίλη της, Στέλλα. Και τότε η απώλεια αυτή -του ψηφιακού cloud που μας ενώνει με τους ανθρώπους- αποκτά τρομακτικές διαστάσεις, όπως πιθανότατα θα ίσχυε για την πλειονότητα των σημερινών εφήβων: «Η ξαφνική απώλεια σύνδεσης με το δίκτυο γέννησε μέσα της μια ταραχή βαθύτερη από αυτή της εξαφάνισης του φεγγαριού. Πλημμύρισε με απέραντη μοναξιά και ένιωσε αποπνικτική απομόνωση. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκε πραγματικά την απόσταση του χωριού από το σπίτι, από τους φίλους της και την πόλη» (σ. 80).

Η Κίρκη, άλλωστε, δεν είναι μόνη της σ’ αυτή την ιστορία. Μία δεύτερη παράλληλη εξελίσσεται υπενθυμίζοντας ακριβώς τη σημερινή εποχή. Κι αυτό επειδή μέρος της νουβέλας είναι η προσωπική περιπέτεια της μετανάστριας Ραζίρα από τη Συρία που μένει στο χωριό με τον γιο της Ραφίκ, «χτυπημένο» ύστερα από μια εξίσου απόκοσμη εμπειρία στη νεροτριβή. Και αυτή η γυναίκα θα φτάσει στην επιλογή μιας σκοτεινής τελετουργίας αφού πρώτα υποστεί την περιφρόνηση ενός κόσμου περίκλειστου -«δεν ήθελαν να βάλουν ξένο στα σπίτια τους»- και την εκμετάλλευση του αφεντικού της. Η εξέλιξη των δύο ιστοριών είναι που θα οδηγήσει την κορύφωση και τη «λύση» σε μια καλογραμμένη νουβέλα, η οποία διανθίζεται από τρεις καίριες εικονογραφήσεις του Kanellos Cob.

Το ερώτημα σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι εάν ένα τέτοιο βιβλίο απευθύνεται αποκλειστικά στο νεανικό κοινό ή εάν διατηρεί παράλληλα μια «ενήλικη» ματιά. Κατά την προσωπική ανάγνωση, δεν υπήρξε η ανάγκη της ετικέτας, αν και σίγουρα οι χαρακτήρες κλείνουν το μάτι σε επίδοξους νεαρούς αναγνώστες. Και μακάρι.