Εν αρχή το γεγονός: η έκρηξη στο υπόγειο ενός δημοτικού σχολείου της Ορτουέγκα στη Βασκονία, στις 23 Οκτωβρίου 1980. Ο θάνατος 50 μαθητών, 2 δασκάλων και ενός μάγειρα. Ο τελευταίος μαθητής κατέληξε 4 ημέρες μετά την έκρηξη και ενώ δεχόταν ιατρική φροντίδα. Η αιτία ήταν το φλόγιστρο που άναψε ένας υδραυλικός κοντά στις σωληνώσεις του προπανίου, αν και αρχικά οι υποψίες έπεσαν στην τρομοκρατική δράση της ΕΤΑ. Είναι μια λεπτομέρεια την οποία περνάει στα γρήγορα ο γνωστός στο ελληνικό κοινό Φερνάντο Αραμπούρου στο μυθιστόρημα «Το παιδί» (εκδ. Πατάκη, μτφ. Τιτίνα Σπερελάκη), καθώς ο μεγάλος κόσμος και η μεγάλη εικόνα της πατρίδας του δίνουν τη θέση στο προσωπικό δράμα και τον εσωτερικό μονόλογο των ηρώων. Στο επίκεντρο ενός τέτοιου εγχειρήματος βρίσκεται προφανώς το ανείπωτο. Μοιάζει με μάχη χαμένη εκ των προτέρων να προσπαθήσεις να αποδώσεις τον πόνο μιας κοινότητας -τέσσερις δεκαετίες αργότερα. Γι’ αυτό και ο Νούκο, ο τελευταίος μαθητής που καταλήγει, προσωποποιεί τη σιωπή. Όλοι του απευθύνονται σ’ αυτή τη σύγκρουση με το παρελθόν που ποτέ δεν θα ανακτηθεί. Όλοι προσπαθούν να ακούσουν κάτι από τα λόγια που χάθηκαν για πάντα. Αλλά ο Νούκο θα παραμείνει απρόσιτος ακόμη και για τους νεωτερισμούς της μυθοπλασίας. Όπως το «κείμενο που εξηγεί τους σκοπούς του»: οι δέκα παρεμβάσεις, δηλαδή, που ο Αραμπούρου εντάσσει μέσα στην αφήγηση -με πλάγια γράμματα- όπου το πνεύμα του κειμένου «μιλάει» και αποκωδικοποιεί πώς γράφτηκε. Ακόμη και αν ακούγεται σαν μεταμοντέρνο εύρημα, δεν είναι από τα στοιχεία που τελικά «διαταράσσουν» τη συνολική αφήγηση (το κεφάλαιο, για παράδειγμα, με τη μετακόμιση του παιδικού δωματίου δείχνει περισσότερο «εμβόλιμο» από όσο θα έπρεπε).

Κατά τ’ άλλα, οι άξονες που υποστηρίζουν το οικοδόμημα είναι δύο: οι μονόλογοι της μητέρας Μαριάχε και η συμπεριφορά του παππού Νικάσιο, για τον οποίο ο χρόνος έχει παγώσει στις στιγμές πριν από την έκρηξη. Ο ίδιος δεν αποδέχεται την απώλεια, μιλάει και ψιθυρίζει στον Νούκο, τον επισκέπτεται στο νεκροταφείο (τον ίδιο, όπως εξομολογείται, όχι τον τάφο του). Ακριβώς για να υποδηλώσει πώς ο άνθρωπος της Ιστορίας διαχειρίζεται και ανταποκρίνεται στο δράμα της ο Αραμπούρου εξακτινώνει τα βασικά συναισθήματα σε πολλούς ήρωες. Από μόνος του κανείς δεν είναι αληθινός και όλοι μαζί πλησιάζουν πιθανότατα στην αίσθηση της αντίφασης που συγκροτεί την ανθρώπινη φύση. Αν ο Νικάσιο προσωποποιεί την άρνηση, η Μαριάχε συμβολίζει τη ρευστότητα. Από την πρώτη αρνητική προδιάθεση όταν μαθαίνει για την έκρηξη («βαθιά εκεί μέσα στις τρομαγμένες κόρες των ματιών της είδε να επιβεβαιώνεται το χειρότερο προαίσθημα») έως τον άφατο πόνο, τη θλίψη και την απόπειρα συμφιλίωσης με τη ζωή, όπου θα βρει συμπαραστάτη τον σύζυγό της, Χοσέ Μιγκέλ.

Αυτές οι απόπειρες επανάκτησης της ζωής, ανάμεσα σε τόσα μικρά και μεγάλα δράματα, πιθανότατα να μην πείθουν κάθε φορά με την ταχύτητα ή την τυχαιότητα που τις περιβάλλει. Αλλά ανταποκρίνονται στον τρόπο με τον οποίο ο Αραμπούρου βλέπει τις ζωές των άλλων ήδη από την «Πατρίδα» του (εκδ. Πατάκη, μτφ. Τιτίνα Σπερελάκη, 2019): το τραύμα του παρόντος βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το ανεπούλωτο παρελθόν. Οι πληγές και η αίσθηση της ασθένειας είναι πανταχού παρούσες: και σ’ αυτό το μυθιστόρημα, όπως και στο παλαιότερο, αναφέρονται τουλάχιστον δύο καρκίνοι. Η διακοπτόμενη αφήγηση -με δεκάδες περιγραφές του «παντογνώστη συγγραφέα», δεκάδες μονολόγους της Μαριάχε και τα δέκα εμβόλιμα σημειώματα του κειμένου- αντιστοιχούν στην αίσθηση ότι η ζωή είναι ένα ατύχημα που κάποιος περιμένει να συμβεί από μέρα σε μέρα. Για κάποιους ήρωες αυτό είναι που αξίζει: η απόπειρα να πηγαίνει κανείς κόντρα στην αντίστροφη μέτρηση, να έχει επίγνωση της τραγικότητάς του και σε πείσμα αυτής της γνώσης να αγωνίζεται.

Ο συγγραφέας Φερνάντο Αραμπούρου

Ένας από τους βασικούς στόχους του συγγραφέα δηλώνεται ήδη στον πρώτο «μονόλογο» του ίδιου του κειμένου. Πώς να αναπλάσεις την τραγωδία με τα υλικά της μυθοπλασίας αποφεύγοντας τον εξωραϊσμό, τους συναισθηματισμούς, την εύκολη συγκίνηση; «Δεν μπορώ να απαλλαγώ από τον φόβο ότι, προς μεγάλη μου λύπη, θα παρασυρθώ στη δημιουργία ενός έργου τέχνης, στη λογοτεχνική υπερβολή, και θα καταλήξω να συγγράψω ένα βιβλιαράκι με τη μορφή μυθιστορήματος, το οποίο υπάρχει κίνδυνος να αποσπάσει από τους πιθανούς αναγνώστες την επιδοκιμασία ή ακόμα και εγκώμια». Και αλλού: «Ο συγγραφέας μου συνηθίζει να διαβεβαιώνει ότι δε γράφει με ιστοριογραφική ευθύνη… Χωρίς αμφιβολία είναι άνθρωπος που επαναλαμβάνεται. Υλικό της δουλειάς του, προσθέτει, δεν είναι η αλήθεια, αλλά το σύνολο των λεπτομερειών που θα του επιτρέψουν μια συνεκτική αναπαράσταση ιδιωτικών ζωών». Καθώς αναπτύσσεται η αφήγηση πάντως μια φευγαλέα σκέψη διαπερνά την προσωπική ανάγνωση: γιατί έπρεπε να τοποθετήσει ο συγγραφέας πιο ψηλά τον ήδη υψηλό πήχη; Γιατί αναδεικνύει την ανάγκη τόσης σοβαρότητας όταν μπορεί να καταφύγει ευφυώς στο κωμικά υπαρξιακό;