Αν κανείς είχε προτίμηση στις «στρογγυλεμένες» επετείους, θα χρειαζόταν να περιμένει άλλον έναν χρόνο, συγκεκριμένα μέχρι το μεσημέρι της 25ης Αυγούστου του έτους 2000, για να θυμηθεί (και να μας θυμίσει) τον θάνατο του Νίτσε. (Τότε θα έκλειναν εκατό χρόνια, ενώ σήμερα κλείνουν 99 χρόνια από τον θάνατο αυτό). Αλλά πριν από τον τελικό θάνατο ο Νίτσε είχε κάνει αρκετές πρόβες θανάτου. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του βυθιζόταν συχνά σε ένα πνευματικό σκοτάδι. Κάποτε έβγαινε από το σκοτάδι και νόμιζε πως αποκτούσε τον έλεγχο πάνω στον εαυτό του, παίζοντας με τις ώρες πιάνο ή περπατώντας μαζί με τη μητέρα του. Κρίσεις επιθετικότητας διαδέχονταν φάσεις απάθειας. Τα πράγματα χειροτέρεψαν με την επιστροφή της αδερφής του, της Ελίζαμπεθ, από την Παραγουάη μετά την αυτοκτονία του άνδρα της (του Γερμανο-ρατσιστή και αποικιοκράτη Φέρστερ, τον οποίο ο Νίτσε μισούσε). Αυτή είχε καταστρέψει τη σχέση του με τη Λου Σαλομέ, αυτή τώρα θα εμπόδιζε και την έκδοση του τέταρτου μέρους του «Ζαρατούστρα».


«ΤΑ ΝΕΑ», 4.9.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ίσως το σημαντικότερο έτος της ζωής του ήταν το έτος 1876. Ήταν τότε 32 ετών. Τότε κατάλαβε ότι η σχέση του με τον Βάγκνερ βάδιζε προς το τέλος της και ότι οι δικές του νέες αξίες του ισχυρού και ανεξάρτητου ανθρώπου δεν θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με τον θρησκευτικό μυστικισμό, στον οποίον οδηγούνταν ο συνθέτης του «Πάρσιφαλ» (σ.σ. διάσημη όπερα του μεγάλου γερμανού μουσουργού Ρίχαρντ Βάγκνερ). Την ίδια εποχή κατάλαβε ότι οι φιλολογικές του ενασχολήσεις ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν φυλακή. Αισθανόταν «κουρασμένος, ξοδεμένος, αναλωμένος». Ακόμα κατάλαβε ότι το ένστικτό του τον οδηγούσε στο αντίθετο από αυτό που ήθελε ο Σοπενάουερ. Ο Νίτσε ήθελε τη δικαιολόγηση της ζωής, ακόμα και στις πιο φρικτές και ψεύτικες μορφές της, πίστευε στη «διονυσιακή» ζωή. Όπως γράφει στο «Βούληση για δύναμη», ο Σοπενάουερ τον βοήθησε με την ιδέα του ότι η βούληση διέπει τον κόσμο. Ο Σοπενάουερ δεν βρήκε όμως τον τρόπο να «θεοποιήσει» τη δύναμη, όπως ήθελε ο Νίτσε. Έμεινε δέσμιος ενός μοραλισμού. Ένας κόσμος που δεν ήταν του Θεού θα έπρεπε για τον Σοπενάουερ να είναι αναγκαία ένας κακός και αξιοπεριφρόνητος κόσμος. Δεν κατάλαβε, γράφει ο Νίτσε, ότι μπορούν να υπάρχουν άπειροι τρόποι να είναι κανείς αλλιώς, ακόμα και να είναι κανείς Θεός (απόσπασμα 1.005).


Ο Νίτσε, αυτός ο τόσο αδύναμος, πίστεψε τόσο στη δύναμη. Αλλά τι είδους δύναμη ήταν αυτή; Γράφει ότι κάθε ζωντανό ον απλώνει τη δύναμή του όσο μπορεί και υποτάσσει τα ασθενέστερα όντα. Αυτό του δίνει απόλαυση. Αλλά γίνεται κανείς περισσότερο άνθρωπος, αν αισθανθεί πόσο δύσκολο είναι να καταπιεί τον άλλο. Όσο πιο πολύ βλάπτεις τον άλλον τόσο περισσότερο αλλοτριώνεται από σένα η βούλησή του, τόσο λιγότερο δηλαδή μπορείς να τον υποτάξεις (απόσπασμα 769). Άρα το να είσαι δυνατός σημαίνει να μπορείς να αλλάξεις και ο ίδιος, να βρεις τρόπους να υποτάξεις τους άλλους μη βλάπτοντάς τους (ίσως και να τους κάνεις δικούς σου ωφελώντας τους;). Ο ίδιος ήταν όμως άρρωστος και δεν μπορούσε να υποτάξει κανέναν. Γράφει στην αδελφή του (1885): «Όσο είμαι υγιής έχω καλή διάθεση να παίξω τον ρόλο μου και να κρυφτώ από τον κόσμο, λ.χ. παίζω τον καθηγητή από τη Βασιλεία. Δυστυχώς, μετά αρρωσταίνω και τότε μισώ τους ανθρώπους που γνώρισα, ανείπωτα, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου. Αγαπημένη μου αδελφή, μεταξύ μας σου λέω, και αν θέλεις κάψε μετά το γράμμα. Αν δεν ήμουν αρκετά ηθοποιός, δεν θα το άντεχα ούτε μία ώρα να ζω».


*Επιφυλλίδα του Κοσμά Ψυχοπαίδη για τον Φρίντριχ Νίτσε, που έφερε τον τίτλο «Επέτειος ενός θανάτου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» (ένθετο «Πρόσωπα – 21ος αιώνας», τεύχος 26) στις 4 Σεπτεμβρίου 1999.

Ο μέγας γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche) γεννήθηκε στο Röcken της Σαξονίας στις 15 Οκτωβρίου 1844 και απεβίωσε στη Βαϊμάρη της Θουριγγίας στις 25 Αυγούστου 1900.

Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης (1944-2004) υπήρξε διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος (στο Πάντειον Πανεπιστήμιο και στο ΕΚΠΑ), φιλόσοφος και συγγραφέας.