Η ανάδειξη της «ανομίας» ως βασικού προβλήματος μιας χώρας που εξακολουθεί να έχει ανοιχτές πληγές από τις πολιτικές λιτότητας προηγούμενων ετών, που συνεχίζει να έχει διαρροή εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό, που εμφανίζει σοβαρά προβλήματα στο σύστημα υγείας και την εκπαίδευση, και που αναζητά όχι μόνο αναπτυξιακό υπόδειγμα αλλά και θέση σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ο δημόσιος λόγος μετατοπίζεται από τα πραγματικά ζητήματα σε αυτά που φαντάζουν «άμεσα» ή «χειρίσιμα».

Αλλωστε, η ανασφάλεια παραμένει χαρακτηριστικό μιας τραυματισμένης κοινωνίας μειωμένων προσδοκιών και η προσφορά ορατών «απειλών» θεωρήθηκε αποτελεσματική προεκλογική και επικοινωνιακή στρατηγική, που μάλιστα διεκδικεί και τη δικαίωση με βάση τη λογική «τουλάχιστον εκεί μπορεί κάτι να γίνει».

Ομως, ο κίνδυνος είναι όλο αυτό να θεωρηθεί όντως πολιτική στρατηγική. Να θεωρηθεί, δηλαδή, ότι η λογική «νόμου και τάξης» μπορεί να αποτελέσει σήμερα τον πυρήνα μιας αντίληψης διακυβέρνησης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη βλέπουμε τα ζητήματα «ευπρέπειας» και «κανονικότητας» ως προς τις συμπεριφορές να αντιμετωπίζονται ως το βασικό επίδικο, παραβλέποντας πολύ πιο πραγματικά ανοιχτά ερωτήματα πολιτικής. Ακόμη χειρότερα, γεννούν τον πειρασμό να θεωρηθεί ότι η επίδειξη πυγμής μπορεί να αποτελέσει γενικό κανόνα πολιτικής, παραβλέποντας ότι τα όρια ανάμεσα στη φαινομενική – και συχνά πρόσκαιρη – «δημοσκοπική» απήχηση τέτοιων τακτικών και τη διαμόρφωση εδάφους για τις αυριανές κοινωνικές εκρήξεις γίνεται αντιληπτό πόσο δυσδιάκριτα είναι συνήθως αφού αυτές έχουν ξεσπάσει.

Στον βραχύ χρόνο παραμονεύει ο κίνδυνος η αυθαιρεσία να καταστεί κανόνας και ο «υπερβάλλων ζήλος» να αντιμετωπιστεί ως πρέπουσα υπηρεσιακή συμπεριφορά. Να διαμορφωθεί δηλαδή μια συνθήκη όπου π.χ. τα παρακείμενα σε καταλήψεις οικήματα θα θεωρούνται τμήμα του «πεδίου μάχης», η καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων επιχειρησιακό ζήτημα, η διαπόμπευση και ο εξευτελισμός προσαχθέντων απλή ρουτίνα και η υπέρμετρη βία αναγκαίο κακό. Μόνο που τότε, όπως και να το δει κανείς, τα ερωτήματα για το εάν αυτό σημαίνει «υπεράσπιση της νομιμότητας» απλώς θα πληθαίνουν.