Αδερφή του αξέχαστου Λάμπρου Κωνσταντάρα, η Μίτση, ήταν από τις ξεχωριστές ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.

Η μικρότερη από τα τρία αδέρφια της οικογένειας, έμεινε ορφανή από βρεφική ηλικία και όλη η οικογένεια της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Το όνομα της το πήρε από τον πατέρα της Δημήτρη, που διατηρούσε κοσμηματοπωλείο στην Αθήνα και άνηκε στην αστική τάξη.

Η Μίτση φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία, έκανε στο σπίτι ιδιαίτερα και δεν τη έλειψε ποτέ τίποτα. Ακόμα και όταν αποφάσισε να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κανένας δεν της έφερε αντίρρηση. Αποφοίτησε με άριστα και παρόλο που θα μπορούσε να βρει εύκολα δουλειά μέσω του αδερφού της εκείνη αποφάσισε να πάει στα μπουλούκια και να περιπλανηθεί σε όλη την Ελλάδα.

Αγαπούσε πολύ το θέατρο αλλά πιο πολύ από όλα αγαπούσε τον Λάμπρο. Για αυτό και όταν εκείνος της ζήτησε να αποσυρθεί για να φροντίσει το σπίτι εκείνη το έκανε με χαρά. Πολλά χρόνια αργότερα επανήλθε στο σινεμά παίζοντας σε πάνω από 40 ταινίες.

Τις περισσότερες φορές έπαιζε την αδερφή του Κωνσταντάρα και μάλιστα την μεγαλύτερη αδερφή του, παρόλο που ήταν εννέα χρόνια πιο μικρή. Άλλες φορές έκανε την οικονόμο ή την συγγενή.

Η πιο χαρακτηριστική ταινία στην οποία έπαιξε ήταν «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» και φυσικά οι ατάκες της «Άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια» αλλά και η ατάκα που συνήθιζε να λέει στον κ. Πετροχείλο (Λάμπρο Κωνσταντάρα) «Κάποτε ήμουνα πουλί και μ’ αγαπούσανε πολλοί».

Σε μεγάλη ηλικία παντρεύτηκε και έφυγε από τη πατρικό της σπίτι αλλά ποτέ δεν έκανε παιδιά. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγαπημένου της Λάμπρου έφυγε και εκείνη από τη ζωή.