Οι περισσότεροι από τους αρχαίους στοχαστές (ο Θαλής και ο Ηράκλειτος, οι πυθαγόρειοι, οι ατομιστές Δημόκριτος και Λεύκιππος, οι στωικοί όπως ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος και πολλοί άλλοι) πίστευαν στην «Πολλαπλότητα των κόσμων». Η έκφραση αυτή σήμαινε την ύπαρξη άλλων συμπάντων σαν το δικό μας, που τα φαντάζονταν να έχουν μια «κατοικημένη» Γη στο κέντρο του καθενός και πλανήτες και αστέρια να κινούνται γύρω της. Τα επιχειρήματά τους στηρίζονταν στην ιδέα ότι το Σύμπαν είναι ουσιαστικά άπειρο και εκφράζονται καθαρά στην περίφημη φράση του Μητρόδωρου, μαθητή του Επίκουρου: «Το να φανταζόμαστε ότι μέσα στο αχανές Σύμπαν υπάρχει μόνο ένας κόσμος είναι σαν να πιστεύουμε ότι σε ένα χωράφι με σιτάρι υπάρχει μόνο ένα στάχυ».

Το ίδιο επιχείρημα, με διάφορες παραλλαγές, χρησιμοποιήθηκε από τους υποστηρικτές της ύπαρξης εξωγήινης ζωής σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας.

Η επιστημονική μελέτη του θέματος  «εξωγήινοι πολιτισμοί» ξεκίνησε μόλις πριν από 60 χρόνια. Το 1959 οι φυσικοί Giuseppe Cocconi και Phil Morisson υποστήριξαν ότι τα μικροκύματα (ραδιοκύματα υψηλών συχνοτήτων) αποτελούν το καλύτερο μέσο διαστρικής επικοινωνίας. Αυτά τα κύματα διαπερνούν όχι μόνο τη γήινη ατμόσφαιρα αλλά και τα νέφη αερίων και σκόνης του Γαλαξία μας, ενώ τα ορατά φωτόνια που αποτελούν το παραδοσιακό μας «παράθυρο» στο Σύμπαν απορροφώνται από τα νέφη αυτά.  Συνεπώς, τα ραδιοτηλεσκόπια μπορούν να δουν πολύ πιο μακριά μέσα στον γαλαξιακό δίσκο από τα οπτικά τηλεσκόπια. Τα μικροκύματα παρουσιάζουν ακόμα το πλεονέκτημα ότι μεταφέρουν λίγη ενέργεια, πράγμα που σημαίνει πως η αποστολή ενός μηνύματος με αυτό το μέσο είναι πιο συμφέρουσα από ενεργειακή άποψη.

«Κυνήγι» UFO

Αυτές οι ιδέες εγκαινίασαν μια νέα εποχή στη συζήτηση για την πολλαπλότητα των κόσμων, ανοίγοντας την προοπτική μιας επιστημονικής μελέτης του προβλήματος. Ο πρώτος που ασχολήθηκε πρακτικά με το θέμα ήταν ο Frank Drake, ερευνητής τότε του Εθνικού Ραδιοαστρονομικού Αστεροσκοπείου του Green Bank στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Ο Drake εκπόνησε το πρώτο σχέδιο συστηματικής αναζήτησης εξωγήινων σημάτων. Το 1960 το ραδιοτηλεσκόπιο του Green Bank αναζήτησε για αρκετούς μήνες ραδιοσήματα προς την κατεύθυνση δύο κοντινών άστρων, του ε του Ηριδανού και του τ του Κήτους, που βρίσκονται περίπου 12 έτη φωτός μακριά μας. Το αρνητικό αποτέλεσμα αυτής της πρώτης απόπειρας δεν αποθάρρυνε τους ερευνητές και πολυάριθμα προγράμματα είδαν το φως στην Αμερική, στην πρώην Σοβιετική Ενωση, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Χιλιάδες ώρες ακρόασης του ουρανού δεν έδωσαν κανένα αποτέλεσμα.

Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των ερευνών μέσω ραδιοκυμάτων, υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που η σημασία του είναι δύσκολο να εκτιμηθεί: η απουσία του παραμικρού ίχνους εξωγήινης τεχνολογίας στον πλανήτη μας ή στο ηλιακό σύστημα. Ο προβληματισμός γύρω από τη διαπίστωση αυτή, που διατυπώθηκε στα 1683 από τον Γάλλο Bernard de Fontenelle στο έργο του «Συζητήσεις για την πολλαπλότητα των κόσμων», επανεμφανίστηκε στη μοντέρνα εκδοχή του στα μέσα του 20ού αιώνα.

Σε μια επίσκεψη στο στρατιωτικό εργαστήριο του Los Alamos το 1950, ο ιταλός φυσικός Enrico Fermi ξεκίνησε μια συζήτηση πάνω στο θέμα των εξωγήινων πολιτισμών και των διαστρικών ταξιδιών μαζί με κάποιους συναδέλφους του, και ιδιαίτερα με τον Edward Teller, τον μετέπειτα «πατέρα» της αμερικανικής υδρογονοβόμβας. Ξαφνικά ο Fermi ρώτησε τους συνομιλητές του «Μα πού είναι;» και έκανε κάποιους υπολογισμούς για να εκτιμήσει τον πιθανό αριθμό των πολιτισμών στον Γαλαξία μας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, αν υπάρχουν και είναι πολλοί, θα έπρεπε να μας έχουν ήδη επισκεφθεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Η συζήτηση ανάμεσα στον Fermi και στον Τeller παρέμεινε άγνωστη για πολύ καιρό. Η ερώτηση «Πού είναι;» εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1966 στο βιβλίο των Sagan και Shklofskii  «Νοήμων ζωή στο Σύμπαν», αποδιδόμενη στον Fermi αλλά χωρίς κανένα σχόλιο. Το 1975 ο αμερικανός αστρονόμος Michael Hart πρόβαλε εκ νέου τα επιχειρήματα του Fermi, χωρίς να γνωρίζει τη συζήτηση με τον Teller. Το άρθρο του κατέληγε με το συμπέρασμα ότι η απουσία εξωγήινων στη Γη σημαίνει πως είμαστε ο μόνος τεχνολογικός πολιτισμός στον Γαλαξία και κατά συνέπεια η αναζήτηση ραδιοσημάτων είναι χάσιμο χρόνου και χρήματος. Μετά τη δημοσίευση αυτού του προκλητικού άρθρου ο Carl Sagan ονόμασε την όλη προβληματική «το παράδοξο του Fermi».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ.