Αναρχία, πεθαμένα συναισθήματα και ρατσισμός στην αυτοκρατορία του «Ρινόκερου»
Η καταπίεση, η συναισθηματική σύγκρουση, η ιδεολογική σύγχυση, το «βασίλειο» του θυμού και της αδιαλλαξίας, η αναρχία, τα ζωώδη ένστικτα και η σήψη του συστήματος κινούν τα νήματα του θεατρικού έργου «Ρινόκερος», που σκηνοθετεί με πρωτότυπο τρόπο ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
Το έργο αντικατοπτρίζει μια «πνιγμένη» από το σύστημα Γαλλία λίγο πριν παρασυρθεί από τη δίνη της απειλητικής αλλαγής. Η αλλαγή ακούει στο όνομα ρινόκερος, που στο έργο λειτουργεί συμβολικά ως το τέλος της ανθρωπιάς, το «παιδί» του ναζισμού και της αναρχίας, το έκτρωμα του συστήματος, το «άντρο» της ανούσιας αμφισβήτησης και της ιδεολογικής σήψης, το «φρούριο» των χαμένων συναισθημάτων και ο τιμητής του ρατσισμού.
Ο ρινόκερος δεν είναι ένας αλλά πολλοί και εξαπλώνεται γρήγορα και μαζικά σαν επιδημία. Ορισμένοι φοβούνται, άλλοι αδιαφορούν, ενώ μερικοί αρνούνται να αντικρίσουν το νέο φαινόμενο που μαστίζει τη Γαλλία. Δεν κοιτά ταυτότητες, ευαισθησίες και ιδιαιτερότητες, αλλά σαν καταστροφικό τσουνάμι παρασύρει χωρίς οίκτο.
Από την πρώτη στιγμή γεννά την περιέργεια, ενώ για έναν ανεξήγητο λόγο έχει κάτι το δελεαστικό. Η αντίσταση ολισθαίνει και οι άνθρωποι αλλάζουν δέρμα και γίνονται ρινόκεροι για να ξεσπάσουν, να δείξουν ότι ορθώνουν ανάστημα ή επειδή το «κοντέρ» της αντοχής έχει πέσει.
Ορισμένοι λειτουργώντας ως επαναστάτες χωρίς αιτία ενδίδουν στο κάλεσμα του ρινόκερου και θολωμένοι από την «ομίχλη» της καθημερινότητας νομίζουν ότι με το να διαφωνούν χωρίς να σκέπτονται θα κάνουν το μεγάλο βήμα. Όσοι φορούν το προσωπείο του δυνατού, του έξυπνου, και του επιτυχημένου είναι εκείνοι που υποκύπτουν πιο γρήγορα στον ρινόκερο.
Σε έναν κόσμο που η ευαισθησία θεωρείται παράπτωμα, η καλοσύνη ντροπή, ο φόβος γελοιότητα, η αμφισβήτηση ουτοπία, ενώ εκθειάζεται η ανούσια οργή, ο ρινόκερος βρίσκει έδαφος για αποπλάνηση και το πρώτο θύμα του είναι εργαζόμενος του γαλλικού δημοσίου.
Το έλλειμμα ανθρωπιάς, όρεξης και ηθικής κυριαρχεί στον εργασιακό χώρο, ενώ ο ρατσισμός και το επιπόλαιο κατηγορώ δημιουργεί ένα επικίνδυνο πεδίο σύγκρουσης με ηγέτη τον ρινόκερο.
Οι φιλίες, η αγάπη και ο έρωτας «θάβονται» στις θυρίδες του παρελθόντος, και οι άνθρωποι γίνονται χοντρόπετσα ζώα που πλέον δεν αισθάνονται, δεν σκέπτονται και ουσιαστικά δεν ζουν.
Ο μόνος που τολμά να αρθρώσει αντίλογο είναι μια αινιγματική φιγούρα, ο Μπερανζέ, που ερμηνεύει με αξιοσημείωτο τρόπο και ύφος ο Μανώλης Μαυροματάκης.
Ο Μπερναζέ έχει «χτυπηθεί» από το σύστημα, παραπονιέται για τη ζωή και τη δουλειά του, δεν έχει όνειρα και φιλοδοξίες, ενώ παλεύει μέσα του με το φόβο και το άγχος, από τα οποία ηττάται καθημερινά. Οι φίλοι του, ο περίγυρός του τον λοιδορεί, γιατί φοβάται, διστάζει, και νιώθεί. Όσοι τον νουθετούν δεν είναι τίποτα άλλο παρά τιμητές του δήθεν και εν τέλει ρινόκεροι.
Κανείς δεν καταφέρνει να του αλλάξει η ζωή, η αγάπη τον συγκινεί στην αρχή, τον βοηθά να ξεχνά και να χαμογελά, αλλά τελικά χάνει την «παρτίδα». Η αγαπημένη του Μπερανζέ προτιμά να γίνει ρινόκερος παρά να ακολουθήσει τους δρόμους του συντηρητισμού, που εκείνος καθημερινά «χαράσσει». Και οι δύο παλεύουν με την έλξη της αλλαγής. Συχνά τους φαίνεται αναπόφευκτη, ενώ άλλοτε απωθητική.
Ο πραγματικός «αντάρτης» όμως είναι ο Μπερανζέ, μια μορφή πολύ κοντά στον Ιονέσκο. Εκείνος που δεν αποβάλλει την ανθρωπιά και αντιστέκεται στη μοιραία αλλαγή, ο φαινομενικά αδύναμος, αλλά ουσιαστικά πιστός ακόλουθος των ακλόνητων πιστεύω του.
Σε όλη την παράσταση ο Μανώλης Μαυροματάκης με απορημένο, απελπισμένο ύφος, σκυφτό σώμα και αβέβαιη φωνή ενσαρκώνει με απόλυτη πειστικότητα τον Μπερανζέ. Στο τέλος, μετά την εσωτερική πάλη που τον έχει εξασθενίσει, καταφέρνει να σηκωθεί στον καναπέ και με σιγουριά ο Μανώλης Μαυροματάκης φωνάζει ότι δεν θα γίνει ρινόκερος.
Στην παράσταση εκτός από τον Μανώλη Μαυροματάκη παίζουν και οι Θανάσης Δήμου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Ηρώ Μπέζου, Γιώργος Παπαγεωργίου και Γιώργος Χρυσοστόμου, που ερμηνεύουν εξαιρετικά τις φιγούρες ενός παράλογου κόσμου. Η φωνή, η κίνηση και το σώμα τους ακολουθεί πιστά τον ρόλο που υποδύονται, ενώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου κάποια στιγμή τρέχει ολόγυμνος και απελπισμένος.
Το αφαιρετικό σκηνικό με τους μαύρους καναπέδες και τα καθίσματα, άλλαζε συνεχώς μορφή με απλές κινήσεις των ηθοποιών, ενώ λειτουργούσε ως οικοδεσπότης του εκάστοτε συναισθήματος και συγκυρίας.
Ο τοίχος «φιλοξενούσε» εικόνες ατόμων από διαφορετικούς κόσμους, και ορισμένες φορές οι ηθοποιοί κρυμμένοι πίσω από εικόνες λειτουργούσαν ως φωνές της λογικής, της ειρωνείας, της αμφιβολίας και του απροσδιόριστου.
Η ένταση και ο προβληματισμός δεν άφηναν ήσυχο τον θεατή κατά τη διάρκεια της παράστασης, ενώ ήταν σαν να εισέρχεται με έναν αινιγματικό τρόπο στο «πετσί» του.
Η ιδιαιτερότητα υπήρχε από την αρχή μέχρι το τέλος. Οι ηθοποιοί λειτουργούσαν ως ταξιθέτες, και ακόμα και το διάλειμμα της παράστασης ήταν σαν να είναι κομμάτι του έργου.
Ελισάβετ Σταμοπούλου
| Στο θέατρο Θησείον από 11 Ιανουαρίου – 2 Φεβρουαρίου Τρίτη 21.00, Τετάρτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.30, Κυριακή 19.00 8 Φεβρουαρίου – 2 Μαρτίου Τρίτη 21.00, Τετάρτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 19.00, Κυριακή 21.30 (εκτός Παρασκευής 28/2) |
- Σενεγάλη: Τουλάχιστον 12 νεκροί σε ανατροπή σκάφους με μετανάστες
- Ο Τραμπ εύχεται «ευτυχισμένα Χριστούγεννα» ακόμα και στα «αποβράσματα της ριζοσπαστικής αριστεράς»
- Ρωσία: Η αεράμυνα κατέρριψε 25 ουκρανικά drones που κατεθύνονταν στη Μόσχα
- Υεμένη: Συμφωνία ανταλλαγής πτωμάτων και αιχμαλώτων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές
- Βολιβία: Κινητοποιήσεις εργαζομένων στα ορυχεία εναντίον της κατάργησης των επιδοτήσεων στα καύσιμα
- Συρία: Αεροπορικοί βομβαρδισμοί της Ιορδανίας εναντίον κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών