Λονδίνο: Οι αλλαγές στην χημεία του οργανισμού που μπορούν να οδηγήσουν σε διαβήτη τύπου ΙΙ ξεκινούν χρόνια πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας για τον Διαβήτη.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λονδίνου εντόπισαν συγκεκριμένες αλλαγές στα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος και στην ευαισθησία στην ινσουλίνη. Ελπίζουν λοιπόν ότι αυτό μπορεί να τους οδηγήσει στον καλύτερο εντοπισμό των ατόμων υψηλού κινδύνου σε πρώιμο στάδιο, δηλαδή να ληφθούν μέτρα για την καθυστέρηση της προόδου του διαβήτη.

Η μελέτη που δημοσιεύεται και στο επιστημονικό έντυπο The Lancet επικεντρώθηκε σε δείγμα 6.538 δημοσίων υπαλλήλων της Βρετανίας για σχεδόν 10 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων 505 διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου ΙΙ.

Οι επιστήμονες μελέτησαν τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος και την ικανότητα των ιστών να ανταποκρίνονται στην ινσουλίνη, με την πάροδο του χρόνου.

Επίσης μελέτησαν πως τα β-κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη λειτουργούσαν με την πάροδο των ετών.

Διαπίστωσαν ότι στους εθελοντές που δεν εκδήλωσαν διαβήτη οι αλλαγές στην σωματική χημεία τους έγινε σταδιακά και σταθερά, με χαλαρό ρυθμό.

Ωστόσο, στους ασθενείς που εκδήλωσαν διαβήτη παρατηρούνταν ταχείες αυξήσεις τόσο της γλυκόζης νηστείας όσο και της μετα-γευματικής, ξεκινώντας τρία χρόνια πριν από την διάγνωση της πάθησης.

Η ευαισθησία στην ινσουλίνη μειώθηκε απότομα κατά την διάρκεια των πέντε ετών πριν την διάγνωση στα άτομα της ομάδα του διαβήτη. Και η λειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος αυξήθηκε μεταξύ τρίτου και τέταρτου έτους πριν την διάγνωση της πάθησης, καθώς το σώμα τους προσπαθούσε να ανταποκριθεί στα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης, αλλά μετά μειώθηκε τα τρία χρόνια μέχρι να τεθεί η διάγνωση.

Οι ερευνητές εξηγούν ότι η μελέτη μπορεί να συμβάλλει στην προσπάθεια που καταβάλει η επιστημονική κοινότητα για την δημιουργία ενός ακριβούς προγνωστικού μοντέλου για την πρόγνωση του ατομικού κινδύνου εκδήλωσης διαβήτη τύπου ΙΙ.

Οι περισσότερες προληπτικές μελέτες επικεντρώνονται σε άτομα που βρίσκονται στα πολύ αρχικά στάδια της πάθησης αλλά μέχρι το στάδιο που γίνονται αλλαγές στην χημεία του οργανισμού, έχει ήδη επιτευχθεί η πρόοδος του διαβήτη.

Το μοντέλο που προτείνει λοιπόν ο Δρ Ανταμ Ταμπακ και οι συνεργάτες του μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό των ατόμων υψηλού κινδύνου εκδήλωσης διαβήτη, ώστε να στοχεύονται καλύτερα και να προλαμβάνεται η εκδήλωση της πάθησης.

Ωστόσο, σε άρθρο που δημοσιεύεται επίσης στο The Lancet ο Δρ Ντέιβιντ Μαθιους και ο Δρ Τζόναθαν Λεβι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σημειώνουν ότι απαιτείται ακόμη πολύ δουλειά, καθώς η μελέτη σε καμιά περίπτωση δεν καθορίζει τον πήχη για την ποιότητα της ευαισθησίας και εξειδίκευσης των προγνώσεων.

health.in.gr