Νέα Υόρκη: Σχεδόν τα τρία τέταρτα των παιδιών που διαγιγνώσκονται με μείζονα κατάθλιψη επίσης υποφέρουν από αϋπνία, υπερυπνία ή και τα δύο, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Sleep.

Ο Δρ Ξιαντσεν Λιου του Δυτικού Ψυχιατρικού Ινστιτούτου και της Κλινικής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ συνέκρινε το κλινικό προφίλ 533 παιδιών που είχαν νοσηλευτεί για μείζονα κατάθλιψη σε νοσηλευτικά ιδρύματα της Ουγγαρίας την περίοδο 2000-2004. Ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών ήταν τα 11,7 έτη και η μέση διάρκεια της νόσου οι 13,8 μήνες.

Ο πλήρης διαγνωστικός έλεγχος των ασθενών περιλάμβανε ερωτήσεις αναφορικά με τη δυσκολία να κοιμηθούν το βράδυ, την ποσότητα του νυχτερινού ύπνου, την ποιότητα του ύπνου, την δυσκολία αφύπνισης και να ξανακοιμηθούν πάλι, τη διάρκεια του προβλήματος και τους υπνάκους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι καταστάσεις αξιολογήθηκαν ως σημαντικές αν είχαν διάρκεια τουλάχιστον δύο εβδομάδες.

Οι απαντήσεις των παιδιών έδειξαν ότι το 53,5% είχε μόνο αϋπνία, το 9,0% είχε μόνο υπερυπνία και το 10,1% και τα δύο. Μεταξύ αυτών που είχαν υπερυπνία, περισσότερα από τα μισά είχαν και αϋπνία.

Επίσης διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά χωρίς διαταραχή του ύπνου είχαν λιγότερο σοβαρή κατάθλιψη. Γενικά, αυτά με διαταραγμένο ύπνο παρουσίαζαν μεγαλύτερη καταθλιπτική διάθεση, ευερεθιστότητα, θλίψη, ψυχοκινητική ανατάραξη, κόπωση, έλλειψη ευχαρίστησης, ενοχή, απώλεια βάρους, καθημερινές μεταλλαγές και αγχώδεις διαταραχές, αλλά λιγότερο απειθή αντιθετικότητα, συγκριτικά με τα παιδιά με φυσιολογικό πρότυπο ύπνου.

Η αϋπνία συσχετίστηκε με πιο συχνή καταθλιπτική διάθεση, καθημερινές μεταλλαγές, σωματική και ψυχολογική ανατάραξη και συναισθήματα αχρηστίας, συγκριτικά με την υπερυπνία.

Τα παιδιά με υπερυπνία ήταν πιθανότερο να παρουσιάσουν αύξηση ή απώλεια βάρους και να του συνταγογραφηθούν εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης.

health.in.gr