Νέα Υόρκη: Η εξέταση της μαστογραφίας έχει χαμηλότερη ειδικότητα στις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες σε σχέση με αυτές που έχουν χαμηλό ή φυσιολογικό βάρος, καταλήγει μελέτη Αμερικανών επιστημόνων που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Archives of Internal Medicine.

Η Δρ Τζόαν Ελμόρ και η ομάδα της από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον άντλησαν στοιχεία από τη μελέτη Group Health Cooperative ου αφορούσαν 68.000 γυναίκες άνω των 40 ετών οι οποίες υποβλήθηκαν συνολικά σε περισσότερες από 100.000 μαστογραφίες.

Ποσοστό 42,1% είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) μικρότερο από 25 kg/m2, το 30,7% είχε ΔΜΣ μεταξύ 25-29,9, το 15,7% ήταν παχύσαρκες σταδίου Ι (ΔΜΣ 30-34,9) και το 11,5% παχύσαρκες σταδίων ΙΙ και ΙΙΙ (ΔΜΣ>35).

Διαπιστώθηκε ότι οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες ήταν περισσότερο πιθανό να κληθούν για επανεξέταση έναντι αυτών με χαμηλό ή φυσιολογικό βάρος.

Συγκεκριμένα, η σχετική συχνότητα ήταν από 1,17 για τις υπέρβαρες έως 1,31 για τις παχύσαρκες σταδίου ΙΙ-ΙΙΙ, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, την πυκνότητα του μαστού, το οικογενειακό και ατομικό ιστορικό.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι γυναίκες χαμηλού και φυσιολογικού έχουν κατά κανόνα πυκνότερους ή πιο ετερογενή σε πυκνότητα μαστούς.

Πιστεύουν ότι τα αυξημένα ψευδώς θετικά αποτελέσματα στις παχύσαρκες οφείλονται στον μεγαλύτερο όγκο των μαστών τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να απαιτούνται περισσότερες λήψεις και να αυξάνεται η επιφάνεια που πρέπει να εξεταστεί από τους ιατρούς.

health.in.gr