Νέα Υόρκη: Τα άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD) αντιμετωπίζουν πολύπλευρες δυσκολίες στην προσωπική αλλά και στην κοινωνική τους ζωή, σύμφωνα με ανακοίνωση που έγινε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρίας Ψυχιατρικής.

Ομάδα ειδικών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ με επικεφαλής τον Δρ Στέφεν Β. Φαραόνε ανέφερε πως οι πάσχοντες αντιμετωπίζουν εμπόδια όσον αφορά την ανάπτυξη των πλήρων δυνατοτήτων τους σε επίπεδο μόρφωσης, ενώ συχνά είναι τα προσωπικά προβλήματα και οι δυσχέρειες σε επίπεδο σχέσεων.

Το σύνδρομο υπερκινητικότητας χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο ανησυχίας και χαμηλό επίπεδο προσοχής. Εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου του 3-5% των παιδιών προσχολικής ηλικίας και η ύπαρξή του έχει ενοχοποιηθεί για τη μεταγενέστερη εμφάνιση προβλημάτων σχετικών με την εξάρτηση από διάφορες ουσίες.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι επιστήμονες έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 1.001 ενήλικες και ανακάλυψαν πως οι πάσχοντες από το σύνδρομο διέθεταν τριπλάσιες πιθανότητες να προσβληθούν από στρες, κατάθλιψη ή άλλες ψυχικές διαταραχές. Έτσι τα εν λόγω άτομα είναι πολύ πιθανό να απουσιάζουν συχνά από τη δουλειά ή από άλλες καθημερινές υποχρεώσεις τους.

Επιπλέον, είναι λιγότερο πιθανό να τρέφουν θετική εικόνα για τον εαυτό τους. Ενδεικτικό είναι πως μόνο το 40% των ερευνώμενων θεωρούσε πως είχε θετικές προοπτικές σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, όταν το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των ατόμων που δεν έπασχαν από το σύνδρομο ξεπερνούσε το 67%.

Οι πάσχοντες είχαν επίσης μεγαλύτερη ροπή στο κάπνισμα και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Περίπου το 60% των ερευνώμενων είχαν αναπτύξει εθισμό στον καπνό και περίπου το 52% έκαναν συχνή χρήση ναρκωτικών. Επιπλέον, διέθεταν τις διπλάσιες πιθανότητες να συλληφθούν για κάποια παράβαση του νόμου σε σχέση με τους μη πάσχοντες.

Όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις, οι πάσχοντες ήταν περισσότερο πιθανό να μη διαθέτουν μόνιμο ερωτικό σύντροφο και διέθεταν διπλάσιες πιθανότητες να είναι διαζευγμένοι ή σε διάσταση. Όσο για εκείνους που είχαν σχέση την περίοδο της έρευνας, ήταν περισσότερο πιθανό να μην ήταν ικανοποιημένοι από αυτήν.

Τέλος, όσον αφορά τον εκπαιδευτικό και επαγγελματικό τομέα, οι πάσχοντες από το σύνδρομο ήταν λιγότερο πιθανό να είναι απόφοιτοι κάποιας σχολής ή ακόμη και της βασικής εκπαίδευσης, ενώ σε επίπεδο εργασίας είχαν κατά κανόνα αλλάξει επάγγελμα ή θέση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα υγιή άτομα. Το ποσοστό, μάλιστα, των πασχόντων που εργάζονταν όταν διεξαγόταν η έρευνα άγγιζε μόλις το 52%, όταν το αντίστοιχο μεταξύ των υγιών ατόμων δεν ήταν μεγαλύτερο από 72%.

health.in.gr