Καλύπτοντας ως ανταποκριτής τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των στρατιωτικών που προΐσταντο στην κατοχή της Ιαπωνίας, μετά την παράδοση του αυτοκράτορα Χιροχίτο· και κάπως έτσι, θεωρώντας τον «δικό τους», οι αμερικανικές δυνάμεις έδωσαν την άδεια στον νεαρό δημοσιογράφο Τζον Χέρσι να μπει στην προ μηνών βομβαρδισμένη Χιροσίμα και να φέρει πίσω ένα ρεπορτάζ που κυριολεκτικά θα άλλαζε τον κόσμο – και το οποίο παραδίδεται τώρα για πρώτη φορά στα ελληνικά ως μέρος της σειράς «Κάλλιστος» των εκδόσεων Σάλτο.

Μέχρι τότε, η δημόσια συζήτηση γύρω από την ατομική βόμβα διέφερε κατά πολύ από τον τρόμο που επικρατεί μέχρι σήμερα γύρω από την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Η ατομική βόμβα θεωρούνταν ένα πανίσχυρο μεν όπλο, μία καινοτομία κατ’ αποκλειστικότητα των ΗΠΑ, η οποία όμως δεν είχε κάποια ποιοτική διαφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες βόμβες – ήταν το ίδιο όπλο, απλά καλύτερο.

Η αμερικανική στρατιωτική κατοχή που ακολούθησε την παράδοση των Ιαπώνων μετά τις ρίψεις των βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945, είχε επιβάλλει ένα καθεστώς σιωπής γύρω από τις επιπτώσεις της ρίψης τους. Πίσω στις ΗΠΑ δε, ο ίδιος ο μηχανισμός προπαγάνδας του αμερικανικού Πενταγώνου έδινε στη δημοσιότητα τις μακρινές εντυπωσιακές φωτογραφίες με το γνωστό «μανιτάρι», φροντίζοντας να μην κυκλοφορήσει καμία εικόνα από τις επιπτώσεις.

Όχι ότι κάποιοι ελάχιστοι υποψιασμένοι δεν είχαν προσπαθήσει να πουν την αλήθεια. Ο Αυστραλός δημοσιογράφος Γουίλφρεντ Μπερσέτ είχε πάρει το τρένο από την Οκινάουα που ήταν εγκατεστημένος ως ανταποκριτής για να επισκεφτεί τη Χιροσίμα, κατά παράβαση της απαγόρευσης που είχε επιβάλλει ο Στρατηγός ΜακΆρθουρ. Πρώτος είχε στείλει με τηλέγραφο το ρεπορτάζ του στη βρετανική Daily Express στο οποίο ανέφερε ότι άνθρωποι συνέχιζαν να πεθαίνουν ακόμα και μετά τη ρίψη της βόμβας, λόγω δηλητηρίασης από την ακτινοβολία.

Εκεί το Πεντάγωνο αντέδρασε, φροντίζοντας να λοιδωρήσει τον Μπερσέτ ως απατεώνα και ενεργούμενο της Ιαπωνικής προπαγάνδας. Ταυτόχρονα, μέσω προθύμων συναδέλφων του Μπερσέτ φυτεύονταν ακόμα και στα πιο επιφανή μέσα των ΗΠΑ ρεπορτάζ που «αποδείκνυαν» ότι δεν υπάρχει ραδιενέργεια στη Χιρόσιμα. Μάλιστα, σε κάποια φάση του ρεπορτάζ του κλάπηκαν μυστηριωδώς τα φιλμ με τις φωτογραφίες του από τη Χιροσίμα.

Χρειάστηκαν δεκαετίες για να γίνει κατανοητό το πλήρες μέγεθος της βάρβαρης συγκάλυψης που επιχείρησε η αμερικανική κυβέρνηση ως προς τις επιπτώσεις της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ο ίδιος ο Μπερσέτ κατάφερε να δώσει τελικό σχήμα στο σχετικό βιβλίο του The Shadows of Hiroshima (Οι Σκιές της Χιροσίμα) το 1983, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα.

Η ιστορία αυτής της συγκάλυψης συνεχίζει να εμπλουτίζεται μέχρι σήμερα. Έχουν περάσει μόλις πέντε χρόνια από το 2020, όταν η αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Leslie Blume, επισκέφτηκε ξανά με νέα στοιχεία την υπόθεση στο βιβλίο της Fallout: The Hiroshima Cover-up and the Reporter Who Revealed It to the World. Αναγκαστικά, στο κέντρο της αφήγησής της βρέθηκε το ρεπορτάζ του Τζον Χέρσι – και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι

Ναγκασάκι. Φωτογραφία: Cpl. Lynn P. Walker, Jr. (Marine Corps) / Wikimedia Commons

Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Χέρσι, ακολουθώντας τα όσα λεγόντουσαν από την αμερικανική κυβέρνηση για τα χαρακτηριστικά της ατομικής βόμβας, δεν είχε εναντιωθεί εξαρχής στη χρήση της – είχε απλά θεωρήσει αδικαιολόγητη τη ρίψη της δεύτερης βόμβας στο Ναγκασάκι.

Δεν έχει επίσης εξακριβωθεί μέχρι σήμερα τι ακριβώς σκεφτόταν ο αρχισυντάκτης του στο περιοδικό New Yorker, Γουίλιαμ Σων, όταν τον παρακίνησε να σκεφτεί την πιθανότητα ενός ρεπορτάζ στη βομβαρδισμένη Χιροσίμα. Σε κάθε περίπτωση, ο Χέρσι, που ούτως ή άλλως είχε αρχίσει να καλύπτει την Κίνα και την Ιαπωνία, δέχθηκε ενθουσιωδώς την πρόταση.

Η αρχική στοχοθεσία του Χέρσι ήταν να επικεντρωθεί στην καταστροφή που είχε επιφέρει η βόμβα: στα κατεστραμμένα κτίρια, τα ερείπια, όλα τα σημάδια της δύναμης αυτού του όπλου που είχε μόλις χρησιμοποιηθεί για πρώτη φόρα. Επηρεασμένος όμως από ένα μυθιστόρημα του Θόρντον Γουάιλντερ που έπεσε στα χέρια του στη διαδρομή, κατέληξε ότι θα επικεντρωθεί στο να αναζητήσει χαρακτήρες, τα πρόσωπα μέσω των οποίων θα ξετυλιχθεί η ιστορία του.

Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε στη ζωή του στο περιοδικό Paris Review το 1984, ο Χέρσι υπολογίζει ότι μίλησε με 40-50 ανθρώπους προτού διαλέξει τα έξι πρόσωπα που θα πρωταγωνιστούσαν στο ρεπορτάζ του. Όπως λέει ο ίδιος, διάλεξε να κρατήσει χαμηλούς τόνους, χωρίς φιοριτούρες στο ύφος της γραφής, γιατί πίστευε ότι «αν ο τρόμος μπορούσε να παρουσιαστεί όσο πιο άμεσα γίνεται, θα επέτρεπε και στον αναγνώστη να ταυτιστεί πιο άμεσα με τους χαρακτήρες».

Πράγματι, το λιτό και περιγραφικό στυλ γραφής που υιοθετεί ο Χέρσι, γραπώνει τον αναγνώστη από την αρχή, όταν με εντυπωσιακή οικονομία στον λόγο περιγράφει ένα ανέμελο πρωινό στη Χιροσίμα, όπου οι χαρακτήρες του ζουν την καθημερινότητά τους, μέχρι τη στιγμή που καταλαβαίνουν ένα φως το οποίο δεν μπορούν να εξηγήσουν. Είναι μια αρχή που σφίγγει κατευθείαν το στομάχι του αναγνώστη· και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, μια επιτυχημένη αφηγηματική απόφαση που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με χρόνια κατασκευής στερεοτύπων.

Σύμφωνα με τον Πάτρικ Σαρπ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Cal State στις ΗΠΑ, ο οποίος διδάσκει σήμερα το ρεπορτάζ του Χέρσι σε φοιτητές, είχαν προηγηθεί δεκαετίες «κίτρινου τρόμου» μέσα από τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία της Αμερικής. Μία παραγωγή και αναπαραγωγή στερεοτύπων για τους λαούς της Άπω Ανατολής που κατέληγε στην πλήρη απανθρωποποίησή τους.

Η απόφαση του Χέρσι να διηγηθεί τις δυσκολίες και τον πόνο των ανθρώπων της Χιροσίμα πιθανό είναι να πολλαπλασίασε το σοκ των αφηγήσεων που θα διάβαζαν οι αμερικανοί αναγνώστες, ιδίως απέναντι στην τύφλωση που τους είχε καλλιεργήσει ο ρατσισμός του «κίτρινου τρόμου».

Οι έξι χαρακτήρες του Χέρσι έχουν να αντιμετωπίσουν τα τραύματά τους, τη διαλυμένη πόλη, τις φρικιαστικές εικόνες εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών στους δρόμους και την πλήρη άγνοια για το τι ακριβώς ήταν αυτό που τους έχει συμβεί. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις αφηγήσεις για τη γυναίκα που περιφέρεται χαμένη στο πάρκο με το δέρμα της να έχει λιώσει ή τους αόμματους στρατιώτες που δεν γνωρίζουν σε τι οφείλεται η τύφλωσή τους, για να καταλάβει την ένταση και ενάργεια των εικόνων που μεταδίδει ο Χέρσι μέσα από τα λόγια των πρωταγωνιστών του.

Η αποκάλυψη

Χιροσίμα. Φωτογραφία: US National Archives.

Μετά από δύο εβδομάδες συγκομιδής ιστοριών στη Χιροσίμα, ο Χέρσι ακολούθησε την εντολή των ανωτέρων του να μην γράψει τίποτα εκεί και να φροντίσει να φύγει ασφαλής προκειμένου να δουλέψει το υλικό πίσω στη Νέα Υόρκη. Όλο το καλοκαίρι του 1946, ο ίδιος έγραφε πυρετωδώς, ενόσω η διεύθυνση του New Yorker συζητούσε αφενός σε πόσες συνέχειες θα δημοσιεύσει το εκτενές ρεπορτάζ του Χέρσι, αλλά και αν θα επιχειρήσει να πάρει την έγκριση του Πενταγώνου ή θα ρισκάρει τη μήνη της αμερικανικής κυβέρνησης μετά τη δημοσίευσή του.

Άλλωστε, εκείνη τη χρονιά, η κυβέρνηση Τρούμαν είχε περάσει έναν πολύ αυστηρό νόμο ενάντια στη δημοσίευση επιστημονικών και τεχνικών «δεδομένων», φέρνοντας τους επικεφαλής του περιοδικού σε δύσκολη θέση. Όπως θα αποκάλυπτε μέσα από την έρευνα για το βιβλίο της η Leslie Blume πολλά χρόνια αργότερα, το 2020, η διεύθυνση του New Yorker είχε απευθύνει τελικά αίτημα για έγκριση στο Πεντάγωνο και μάλιστα στον ίδιο τον Στρατηγό Λέσλι Γκρόουβς που είχε επιβλέψει την ανάπτυξη και χρήση της ατομικής βόμβας.

Ο Γκρόουβς για δικούς του λόγους έδωσε την έγκριση, αφού πέρασε πρώτα από τα γραφεία του περιοδικού για να επιβάλλει κάποιες «διορθώσεις» σε συνεργασία με τη διεύθυνση. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο τι χάθηκε από το αρχικό ρεπορτάζ του Χέρσι, αν και η βασικότερη πληροφορία που κόμιζε το ρεπορτάζ διατηρήθηκε: ακόμα και μετά την ρίψη της βόμβας, άνθρωποι συνέχισαν να πεθαίνουν στη Χιροσίμα δηλητηριασμένοι από τη ραδιενέργεια. Την ίδια πάθηση για την οποία ο Γκρόουβς είχε δηλώσει προ μηνών ότι «ακόμα κι αν ισχύει […] είναι ένας πολύ ευχάριστος τρόπος να πεθάνει κανείς».

Βράβευση του εργαστηρίου του Λος Άλαμος όπου κατασκευάστηκε η βόμβα. Αριστερά ο επικεφαλής του Σχεδίου Μανχάταν, Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και δίπλα του ο Λέσλι Γκρόουβς. (Φωτογραφία: US National Archives)

Για μία και μοναδική φορά τον αιώνα που κυκλοφορεί, στις 31 Αυγουστού 1946, το περιοδικό New Yorker βγήκε με όλη την κυρίως ύλη του τεύχους να αποτελείται από ένα και μοναδικό κείμενο: το ρεπορτάζ 30.000 λέξεων του Τζον Χέρσι από τη βομβαρδισμένη Χιροσίμα.

Το εξώφυλλο κοσμούσε μία ανέμελη ζωγραφιά ανθρώπων που έπαιζαν στο πάρκο – φαινομενικά άσχετη με το θέμα, αλλά φρικιαστική όταν φτάσει κανείς στην ανεμελιά που ένιωθαν και οι άνθρωποι της Χιροσίμα πριν δουν το εκτυφλωτικό φως στον ουρανό. Τυλιγμένη γύρω από το εξώφυλλο, μία λευκή ταινία έγραφε: «ΧΙΡΟΣΙΜΑ – ολόκληρο το παρόν τεύχος αφιερώνεται στην ιστορία μιας πόλης που καταστράφηκε από μία ατομική βόμβα».

Το τεύχος έγινε ανάρπαστο και ανατυπώθηκε πολλαπλά, πετυχαίνοντας τον στόχο που είχε θέσει ο δημοσιογράφος και η διεύθυνση του New Yorker: να νιώσουν οι αναγνώστες πώς θα ήταν αν αυτή η βόμβα έπεφτε στις δικές τους πόλεις. Μετά το ρεπορτάζ του Χέρσι, η ατομική βόμβα δεν ήταν πια το περήφανο όπλο που έβαλε οριστικό τέλος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην κοινή συνείδηση, αλλά ο μεγαλύτερος φόβος με τον οποίο θα είχε να ζήσει η ανθρωπότητα καθώς έμπαινε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

Με την αλήθεια για τη Χιροσίμα να έρχεται στο φως, η ορμητική ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων από τις μεγάλες δυνάμεις άρχισε να έρχεται αντιμέτωπη με αιτήματα αποτροπής μιας τέτοιας καταστροφής. Μπορεί ο Χάρι Τρούμαν ως πρόεδρος των ΗΠΑ και οι στρατιωτικοί που των πλαισίωναν να μην έκατσαν ποτέ στο σκαμνί ως εγκληματίες πολέμου, όπως ζήτησαν πολλοί έκτοτε, αλλά η πράξη τους έμεινε καταγεγραμμένη στα χρονικά ως ανείπωτη βαρβαρότητα και όχι -όπως επιθυμούσαν- ως ο ηρωικός τερματισμός του μεγαλύτερου πολέμου που έχει δει η Ιστορία.

Το εξώφυλλο του περιοδικού New Yorker με τη Χιροσίμα του Χέρσι. (Πηγή: X / Lesley Blume)

Για λόγους που δεν εξηγήθηκαν ποτέ, ο ίδιος ο Χέρσι αποσύρθηκε από τη δημοσιογραφία, αρκούμενος στη διδαχή της σε φοιτητές και στη συγγραφή λογοτεχνίας. Η Χιροσίμα του τυπώθηκε σε μορφή βιβλίου σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι από το 1949 που πρωτοτυπώθηκε στην Ιαπωνία, μέχρι σήμερα, ανατυπώνεται συνεχώς, χωρίς να έχει υπάρξει ούτε για μια στιγμή εξαντλημένη στην Ιαπωνία.

Στην ίδια συνέντευξη στον αμερικανικό ραδιοσταθμό KPFA, στην οποία μιλάει και για τον «κίτρινο τρόμο», ο Πάτρικ Σαρπ εκτιμά ότι αυτό που έκανε ο Χέρσι ήταν να αλλάξει την οπτική γωνία: αντί για την μακρινή όψη του «μανιταριού» που πουλούσε το αμερικανικό Πεντάγωνο, ο Χέρσι παρέδωσε στον κόσμο την εικόνα από το έδαφος, τη φρίκη δηλαδή που έζησαν οι άνθρωποι σε μία μέρα την οποία θα περίμεναν να είναι κανονική όπως όλες οι άλλες.

Το 1985, σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη του επίσκεψη, ο Χέρσι πήγε ξανά στη Χιροσίμα, για να συναντήσει τους πρωταγωνιστές του. Η πόλη είχε γιατρέψει φαινομενικά τις πληγές της, έχοντας επιστρέψει στην κανονικότητα, στο εμπόριο, στην καθημερινή ζωή. Ωστόσο, οι ζωές των ανθρώπων που ήταν εκεί το 1945 είχαν στιγματιστεί για πάντα. Οι άνθρωποι που ζούσαν με τις πολλαπλές παθήσεις της ραδιενέργειας είχαν πια το δικό τους όνομα: χιμπακούσα – αυτοί που υπέστησαν τη βόμβα. Κάποιων οι ζωές συνέχισαν να καταστρέφονται· άλλοι αφιέρωσαν τα υπόλοιπα χρόνια τους προσπαθώντας να φροντίσουν να μην ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.

Η αφήγηση των 40 αυτών χρόνων που συνέθεσε ο Χέρσι στη δεύτερη επίσκεψή του λίγο πριν φύγει από τη ζωή, αποτέλεσαν ένα πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου που συνοδεύει κάθε νέα έκδοση της Χιροσίμα από τότε, μεταξύ των οποίων και την πρόσφατη ελληνική. Ανάμεσα στις διάφορες ιστορίες στις οποίες η φρίκη είναι κυρίως ενσώματη, ξεχωρίζει και μία που δείχνει τη δυνατότητα του κυνισμού να αλλάζει πρόσωπο.

Είναι αυτή του ιερέα Τανιμότο που έχοντας γυρίσει έκτοτε τον κόσμο δίνοντας ομιλίες ενάντια στην ατομική βόμβα, το 1955 εμφανίζεται καλεσμένος της αμερικανικής τηλεοπτικής εκπομπής This Is Your Life. Εκεί, οι συντελεστές της εκπομπής αποφασίζουν αρχικά να δραματοποιήσουν την ιστορία του με ειδικά εφέ και μουσικές, ενώ στο τέλος, του εμφανίζουν απροειδοποίητα τον πιλότο του αεροπλάνου που έριξε την βόμβα στη Χιροσίμα για να συνομιλήσει μαζί του. Η ευαισθησία του κειμένου του Χέρσι έχει πια αντικατασταθεί από την απανθρωπιά της τηλεθέασης.