Πώς θα ήταν οι Κυκλάδες εάν δεν υπήρχε η Μύκονος; Πώς θα ήμασταν εμείς εάν δεν υπήρχαν οι Κυκλάδες και η Μύκονος; Πώς θα ήταν η Μύκονος εάν δεν είχε περάσει από πάνω της η μπουλντόζα του υπερτουρισμού; Αναπάντητα ερωτήματα, σχεδόν υπαρξιακά. Κι αφού οι απαντήσεις αργούν (ενίοτε δεν είναι καν επαρκείς) ας καταδυθούμε στη νοσταλγία, η οποία είναι μια κάποια λύσις, μια κάποια σταθερά, ειδικά από την πανδημία και μετά, που η ρευστότητα έχει διαβρώσει τις σκέψεις μας.

«Super Paradise, λοιπόν» λέω στον σκηνοθέτη Στηβ Κρικρή,«μια φορά κι έναν καιρό, ε;».

«Tο super ουσιαστικά δεν έχει να κάνει με την παραλία, αλλά είναι ένα λογοπαίγνιο» απαντάει ο Στηβ Κρικρής με αφορμή τη νέα του ταινία-ντοκιμαντέρ. «Κάπως έτσι δηλαδή ξεκίνησε ο τίτλος. Ότι η Μύκονος ήταν ένας σούπερ παράδεισος… έχει μέσα ίσως κι ένα διφορούμενο μήνυμα, το Super Paradise σαν τίτλος ωστόσο. Φυσικά, είναι και η παραλία που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε. Αλλά όταν βάζεις μια υπερβολή όπως το super… δηλαδή ότι ήταν ο παράδεισος που δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πουθενά αλλού, ο παράδεισος σε εισαγωγικά δηλαδή, αισθάνεσαι ταυτόχρονα ότι είναι ένας παράδεισος που μπορεί να κρύβει και κάτι άλλο, κάτι σκοτεινό».

«Θυμάμαι τη Βεγγέρα. Το Anchor Bar, τις 9 Μούσες του Κώστα Ζουγανέλη, το Briggita’s Bar, το Remezzo, το Ibiza του Μπάμπη Πασάογλου πριν γίνουν τα Άστρα. Για μένα εκείνη την εποχή θα έλεγα ναι, ήταν τα χρόνια της αθωότητας»

Ο Στηβ Κρικρής στο σαλόνι του σπιτιού του.

Ο Στηβ Κρικρής (τέταρτος από αριστερά) σε παραλία της Μυκόνου στα 80s / Photo: Steve Krikris

Ελευθερία, απόλυτη ελευθερία

«Βασικά αυτό το ταξίδι ξεκίνησε το 1979, καλοκαίρι, που τελείωνα σχολείο και κάποιοι φίλοι πήγαιναν στη Μύκονο. Εγώ δεν ήξερα τίποτα για τη Μύκονο και κάπως ακολούθησα την παρέα και έφτασα στο νησί Ιούλιο του ‘79» συνεχίζει την αφήγησή του ο Στηβ Κρικρής.

«Άρχισα να γνωρίζω αυτό το νησί και να μπαίνω σε μια διαδικασία που για μένα ήταν εκπληκτική. Γνώρισα ανθρώπους από όλα τα μέρη του κόσμου, πήγαινα σε φοβερές παραλίες, έζησα μια τρομερή βραδινή ατμόσφαιρα με τα μαγαζιά που υπήρχαν τότε… Με την ελευθερία, με την απόλυτη ελευθερία και με το ότι όλοι ήταν ένα, μια παρέα.

»Θυμάμαι τη Βεγγέρα. Το Anchor Bar, τις 9 Μούσες του Κώστα Ζουγανέλη, το Briggita’s Bar, το Remezzo, το Ibiza του Μπάμπη Πασάογλου πριν γίνουν τα Άστρα. Για μένα εκείνη την εποχή θα έλεγα ναι, ήταν τα χρόνια της αθωότητας. Παρόλο που αισθάνομαι ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 άρχισε να αλλάζει η Μύκονος».

«Οι Μυκονιάτες ήταν πολύ ανοιχτοί… άνοιξαν τα σπίτια τους, δεν είχαν κανένα φραγμό αν ο άλλος ήταν στρέιτ ή γκέι, ήθελε να είναι γυμνός ή ήθελε να φοράει περίεργα ρούχα»

O Λουκάς Δούκας / Photo: Loukas Doukas

Photo: Loukas Doukas

Περιηγητές για τη Δήλο

«Δεν υπήρχα εμπόδια, φραγμοί στον τρόπο που ήθελες να βιώσεις το νησί, στον τρόπο που ήθελες να ντυθείς, στον τρόπο που ήθελες να είσαι στην παραλία. Υπήρχε μια αποδοχή από τους ντόπιους κυρίως. Στη Μύκονο πρώτη φορά είδα γυμνιστές… Διάχυτος ερωτισμός σε όλη την ατμόσφαιρα, αλλά όχι επιτηδευμένα, όχι με έναν τρόπο που θα ενοχλούσες ή θα ήσουν ενοχλημένος» λέει ο Στηβ Κρικρής και τα μάτια του γελάνε σαν να ξαναβλέπει τις εικόνες τις οποίες περιγράφει.

«Και οι ξένοι το αγκάλιασαν αυτό, γιατί τότε δεν υπήρχαν και πάρα πολλοί Έλληνες στη Μύκονο… Κάνοντας αυτή την ταινία ανακάλυψα κι εγώ αρκετά πράγματα. Η Μύκονος ήταν ένα πάρα πολύ φτωχό νησί το ‘50 και το ‘60. Το ‘60 άρχισαν να έρχονται τουρίστες, όπου αυτοί οι τουρίστες ήταν περιηγητές που πήγαιναν στη Δήλο… Ο μόνος τρόπος για να πας στη Δήλο ήταν να περάσεις από τη Μύκονο, να μείνεις εκεί και να πάρεις το καραβάκι να πας απέναντι. Αυτοί οι άνθρωποι μαγεύτηκαν από την ομορφιά της Μυκόνου αλλά και από τη φιλοξενία.

»Οι Μυκονιάτες ήταν πολύ ανοιχτοί… άνοιξαν τα σπίτια τους, δεν είχαν κανένα φραγμό αν ο άλλος ήταν στρέιτ ή γκέι, ήθελε να είναι γυμνός ή ήθελε να φοράει περίεργα ρούχα. Οπότε άρχισαν να έρχονται οι χίπις το ’70, άρχισαν να έρχονται καλλιτέχνες, άνθρωποι της μόδας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, τραγουδιστές».

«Σίγουρα ο τόπος βοήθησε. Θυμάμαι μια Μύκονο να λάμπει…το φως.. το λέω και το υποστηρίζω αυτό μέχρι σήμερα ότι έχει πραγματικά ένα διαφορετικό φως από άλλα μέρη»

Photo: Loukas Doukas

Photo: Loukas Doukas

«Αυτό είναι τρομερό υλικό»

«Σίγουρα ο τόπος βοήθησε. Θυμάμαι μια Μύκονο να λάμπει…το φως.. το λέω και το υποστηρίζω αυτό μέχρι σήμερα ότι έχει πραγματικά ένα διαφορετικό φως από άλλα μέρη» συμπληρώνει ο Στηβ Κρικρής και η αλήθεια είναι ότι ο ήλιος εκεί είναι πιο ζαλισμένος, πιο φευγάτος.

«Πριν 5 χρόνια ένας πολύ φίλος και ένας από τους παραγωγούς ταινίας, ο Πολ Τυπάλδος, μου είπε να κάνουμε μια ταινία για τη Μύκονο του ’60, του ‘70, να δείξουμε πώς ξεκίνησε η ιστορία του νησιού. Εμένα, μου άρεσε πάρα πολύ η φωτογραφία, έβγαζα φωτογραφίες τη δεκαετία που πήγαινα και μόλις τις είδε ο Πολ μου λέει “αυτό είναι τρομερό υλικό”.

»Ξεκίνησε μια έρευνα την οποία υποστήριξε πάρα πολύ η Filmiki εταιρεία παραγωγής από την πρώτη στιγμή. Αυτή η έρευνα έδωσε πάτημα στην πρώτη χρηματοδότηση από το Κέντρο Κινηματογράφου. Κι έτσι ξεκίνησε όλο αυτό το ταξίδι».

To trailer του Super Paradise

Η Μύκονος της έμπνευσης

«Ήταν δύσκολο, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ξαναμιλήσει μπροστά στην κάμερα» λέει ο Στηβ Κρικρής για το στάδιο της έρευνας. «Δεν σου κρύβω ότι κάναμε συνεντεύξεις 40 άτομα περίπου. Δεν έχουν μπει όλοι στην ταινία. Βέβαια είχαμε ένα υλικό γύρω στις 80 ώρες… Ποια ιστορία ξεχωρίζω; Εγώ κάπως συνδέομαι με τους ανθρώπους. Δηλαδή, ο Λουκάς, ο Μπάμπης. Άνθρωποι που ήρθαν στη Μύκονο από το ‘60 και πραγματικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο τι είναι η Μύκονος σήμερα… Θυμάμαι το μαγαζί του Μπάμπη, το Ibiza, τι γινόταν και τι μουσικές έπαιζε και ποιος κόσμος ερχόταν…

»Στη Μύκονο ουσιαστικά αποφάσισα να γίνω κινηματογραφιστής. Δηλαδή μέχρι τότε δεν ήξερα ακριβώς τι θέλω να ακολουθήσω. Μου άρεσε η φωτογραφία. Στη Μύκονο γνώρισα δύο άτομα συγκεκριμένα, που με επηρέασαν και με βοήθησαν.

»Ο ένας ήταν ένας φίλος που σπούδαζε στη Cinecittà στην Ιταλία και η άλλη ήταν μια κοπέλα που ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο και μου έλεγε για μια σχολή Καλών Τεχνών εκεί. Εκείνη την εποχή έφευγα για Ουάσιγκτον, αλλά πήγα και την βρήκα και αμέσως γράφτηκα και σε αυτή τη σχολή κι άρχισα να σπουδάζω κινηματογράφο».

Photo: Dimitris Koutsoukos

Photo: Dimitris Koutsoukos

Η ψυχή της παλιάς Μυκόνου

«Η σημερινή Μύκονος έχει δύο πρόσωπα. Το ένα πρόσωπο είναι αυτό της υπερβολής, του brand name, του glamorous, της εικόνας» παραδέχεται ο Στηβ Κρικρής θέλοντας ωστόσο να κρατήσει την αντανάκλαση των αναμνήσεών του ακέραιη –γιατί μόνο αυτός ξέρει τι του έδωσε το νησί ως ανταπόδοση για τη δική του αγάπη.

«Και μετά υπάρχει μια κρυμμένη Μύκονος από κάποιους ανθρώπους που είναι πιο απλοί, που είναι κάποιοι ψαράδες, κάποιοι άνθρωποι που φτιάχνουν έπιπλα… Αυτές οι δύο δυνάμεις συγκρούονται, αλλά καμία από αυτές δεν βγαίνει μπροστά. Δηλαδή κάπως υπάρχει μια ισορροπία.

»Θα ήθελα να είμαι αισιόδοξος. Υπάρχουν σκέψεις, ομάδες που προσπαθούν όχι να αναβιώσουν, αλλά να κρατήσουν τη μνήμη. Να σεβαστούν τον τόπο. Να βρουν ίσως πάλι την ψυχή της παλιάς Μυκόνου και να την κρατήσουν ζωντανή. Είναι δύσκολο, γιατί έχει να κάνει και με τους ανθρώπους που διοικούν, που είναι λίγο πιο ψηλά. Αυτοί πρέπει να δώσουν χώρο στο να προσέξουν το νησί λίγο και να μην το εκμεταλλευτούν ακόμα περισσότερο.

»Η Μύκονος ήταν και παραμένει ένα αυτόνομο κρατίδιο σε εισαγωγικά, που έχει τους δικούς του νόμους και τη δική του εικόνα.Είναι καλό να σκύψουμε και να δούμε τι συμβαίνει εκεί, για να μπορέσουμε ίσως να παραδειγματιστούμε για άλλα μέρη της Ελλάδας που βουλιάζουν στον υπερτουρισμό, που τείνουν να γίνουν κέντρα εκμετάλλευσης».

Ένα ψυχολογικό πινκ πονκ με λέξεις-κλειδιά της Μυκόνου

Η ταινία «Τhe Waiter» ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Στηβ Κρικρή και παίχτηκε στο Netflix.

Ένα μίνι βιογραφικό του Στηβ Κρικρή

Γεννημένος στην Washington D.C των Η.Π.Α., σπούδασε στη διεθνούς φήμης Σχολή Καλών Τεχνών San Franscisco Art Institute SFAI, με ισχυρή επιρροή στον πειραματικό και avant – garde κινηματογράφο. Μετά από την αποφοίτησή του βρέθηκε στην Νέα Υόρκη, όπου με τους σκηνοθέτες, Dan Levinson και Bobby Sheehan, ίδρυσαν την εταιρεία παραγωγής Workhorse Productions. Μια πρόταση συνεργασίας τον έφερε στην Ελλάδα, όπου από τότε έχει σκηνοθετήσει ως freelance σκηνοθέτης περισσότερα από 500 διαφημιστικά spots με όλες τις μεγάλες εταιρείες της Ελληνικής αγοράς, λαμβάνοντας βραβεία στο Διαφημιστικό Φεστιβάλ Νέας Υόρκης, αλλά και στο Ελληνικό Φεστιβάλ Διαφήμισης. Έχει σκηνοθετήσει και υπογράψει τα σενάρια των μικρού μήκους ταινιών «Αναμονή», «Η Παρτίδα», ενώ έχει σκηνοθετήσει και τη θεατρική παράσταση «Πεταλούδα σε Πηγάδι» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ήταν ο συνιδρυτής και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Πάτμου. Η ταινία «Τhe Waiter» ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και παίχτηκε στο Netflix.

*Το ντοκιμαντέρ Super Paradise του Στηβ Κρικρή προβάλλεται στον Δαναό από τις 16 Οκτωβρίου.