Στις 13 Αυγούστου του 1899 γεννιέται στο Λέιτονστοουν του σημερινού Ανατολικού Λονδίνου, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο κινηματογραφιστής που ανέδειξε όσο ελάχιστοι τις ταινίες τρόμου και μυστηρίου και εύλογα χαρακτηρίστηκε ως ο «μετρ του σασπένς».
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 30ης Απριλίου 1980, την επομένη του θανάτου του:
«Ο σερ Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο ανεπανάληπτος “μάστορας” ταινιών αγωνίας, μυστηρίου και αναμφισβήτητου χιούμορ, πέθανε ξαφνικά σήμερα στο νοσοκομείο “Κέδροι του Λιβάνου”, όπου είχε εισαχθεί για σειρά από ιατρικές εξετάσεις. Ο Χίτσκοκ έπασχε από χρόνια αρθρίτιδα και ανεπάρκεια των νεφρών, η κατάστασή του όμως δεν δικαιολογούσε, σύμφωνα με ιατρικούς κύκλους του νοσοκομείου, την αιφνίδια επιδείνωση και το τέλος που ήρθε.
»Δημιουργός άνω των πενήντα ταινιών που κατά κανόνα αποτέλεσαν παγκόσμιες επιτυχίες, ο Χίτσκοκ έμεινε στην ιστορία, ως ο “παχύς” φλεγματικός Άγγλος που διεκήρυσσε την ηρεμία και την αβρότητά του στην καθημερινή του ζωή, που διασκέδαζε κάνοντας τους άλλους να φοβούνται και που πάντοτε εμφανιζόταν στις ταινίες του, σαν απλή φιγούρα, για ένα διάστημα μερικών δευτερολέπτων.
»Ανάμεσα στα αριστουργήματά του, μπορούν να περιληφθούν οι ταινίες “Ο ένοικος”. “Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά”, “Tα 39 βήματα”, “Ο άγνωστος του εξπρές”, “Ποιος σκότωσε τον Χάρρυ”, “Υποψίες”, “Ο Βρόγχος”, “Στον αστερισμό του Αιγόκερω”, “Δυό μάτια είδαν το έγκλημα”, “Ψυχώ”, τα “Πουλιά”, “Οικογενειακή υπόθεση”, και πλήθος άλλων».
Τον Νοέμβριο του 2012, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας του Σάσα Τζερβάζι «Hitchcock», στην οποία μεταξύ άλλων πρωταγωνιστούσαν ο Άντονι Χόπκινς, η Έλεν Μίρεν και η Σκάρλετ Γιοχάνσον, ο Γιάννης Ζουμπουλάκης καταγράφει στο «ΒΗΜΑ» άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία της πορείας και της προσωπικότητας του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Διαφωνία για την ερωτική σκηνή
Cahiers du Cinema: «Ποια είναι η βαθύτερη λογική των ταινιών σας;»
Αλφρεντ Χίτσκοκ: «Να κάνω τον θεατή να υποφέρει»
«Στη βιογραφία του Αλφρεντ Χίτσκοκ «Hitch and me», που έγραψε ο Ιβαν Χάντερ, σεναριογράφος της ταινίας του πρώτου, «Μάρνι», ο συγγραφέας αναφέρεται εκτενώς στις συγκρούσεις που είχαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της.
»Σύμφωνα με τον Χάντερ, η βασική διαφωνία του με τον Χίτσκοκ αφορούσε τη σκηνή της πρώτης νύχτας γάμου του ήρωα, τον οποίο υποδύεται ο Σον Κόνερι, με την κεντρική ηρωίδα της ταινίας, τη Μάρνι (Τίπι Χέντρεν). Το ζευγάρι έπρεπε να κάνει έρωτα. Μόνο που ο Χίτσκοκ ήθελε τον σύζυγο να βιάζει τη γυναίκα του, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ήθελε ο σεναριογράφος.
»Γράφει ο Χάντερ: «Φτιάχνοντας με τις παλάμες και τα δάχτυλά του ένα πλασματικό κάδρο έτσι όπως οι σκηνοθέτες συνηθίζουν όταν στήνουν πλάνα, ο Χιτς το έβαλε μπροστά στο πρόσωπό μου και μου είπε: ‘Ιβαν, όταν της τον χώνει θέλω την κάμερα ακριβώς πάνω στο πρόσωπό της!'».
https://www.youtube.com/watch?v=RV6ZtFUhJHI
Σεξουαλική βία
»Μπροστά στις υπερβολές σεξουαλικής βίας που βλέπουμε πια στον κινηματογράφο, μια τέτοια σκηνή σήμερα δείχνει μάλλον… αθώα, όμως για την εποχή της, τα μέσα της δεκαετίας του 1960, δεν ήταν.
»Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για τις σαδιστικές τάσεις και τον μισογυνισμό του Χίτσκοκ, τόσο στις ταινίες του όσο και στην ιδιωτική ζωή του. Οπως πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες, έτσι και ο άγγλος σκηνοθέτης κάθε άλλο παρά «άγιος» ήταν. Αυτό, καθώς φαίνεται, είναι και το μοτίβο της ταινίας «Hitchcock», η οποία αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του και θα προβληθεί σε λίγο καιρό στις αίθουσες.
»Από το τρέιλερ και μόνο αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι η ταινία, όπου ένας «παραμορφωμένος» Αντονι Χόπκινς υποδύεται τον «Χιτς», φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές ενός σκηνοθέτη του οποίου το έργο αγαπήθηκε στην εποχή του και εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμη και σήμερα, 32 χρόνια μετά τον θάνατό του στις 29 Απριλίου 1980. Φόντο στον «Hitchcock» είναι το παρασκήνιο για τη δημιουργία αλλά και η υλοποίηση του «Ψυχώ», που παραμένει μια από τις διασημότερες ταινίες του σκηνοθέτη.
»Το φιλμ του Σάσα Γκερβάσι (σεναριογράφο του «The terminal» εδώ στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του) υπενθυμίζει τον τεράστιο κόπο που χρειάστηκε να καταβάλει ο Χίτσκοκ για να γυρίσει το «Ψυχώ», στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ παράλληλα επισημαίνει τη δυσκολία του χαρακτήρα του, τις εμμονές, τα πείσματα, την ανασφάλεια και το παρεξηγήσιμο χιούμορ του.
Στα φουστάνια της Αλμα Ρεβίλ
»Παντρεμένος με την ίδια γυναίκα, την Αλμα Ρεβίλ, από το 1926 ως τον θάνατό του, ο Χίτσκοκ εμπιστευόταν σε κάθε τι τη σύζυγό του. Επίσης άνθρωπος του κινηματογράφου, η Ρεβίλ γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά τον Χίτσκοκ από τότε που εργάζονταν και οι δύο σε χαμηλά πόστα της βρετανικής κινηματογραφίας – δηλαδή πολύ προτού «προαχθεί» σε σκηνοθέτη, κάτι που έγινε μετά χιλίων κόπων και βασάνων, αφού κανείς δεν πίστευε σε αυτόν.
»Η Ρεβίλ υπήρξε βασική σύμβουλος του Χίτσκοκ σε όλες τις ταινίες του, ενώ σε κάποιες παραγωγές υπήρξε και συν-σεναριογράφος. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρει ένας άλλος βιογράφος του Χίτσκοκ, ο Ντόναλντ Σπότο, στο εξαιρετικό αλλά και διφορούμενο «The Dark Side Of Genius», η σχέση Χίτσκοκ – Ρεβίλ πίσω από τη βιτρίνα «οριζόταν από εσωτερικούς δαίμονες, λαγνεία και μανία κυριαρχίας» από την πλευρά του Χίτσκοκ.
O Άλφρεντ και η Άλμα στον γάμο τους, 2 Δεκεμμβρίου 1926.
»Στην ταινία του Γκερβάσι τη Ρεβίλ υποδύεται η Ελεν Μίρεν και το φιλμ δίνει έμφαση στους απανωτούς τσακωμούς τους. Η Ρεβίλ δεν είχε πιστέψει στο «Ψυχώ» και δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι ο σύζυγός της θα έβαζε σε υποθήκη το ίδιο το σπίτι τους για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μπλοχ στον κινηματογράφο. Για την ακρίβεια, μόλις η Ρεβίλ διάβασε το μυθιστόρημα, είπε ότι θα μπορούσε να γίνει μιούζικαλ με την Ντόρις Ντέι. Για καμία άλλη ταινία ο Χίτσκοκ δεν είχε συγκρουστεί τόσο πολύ με τη σύζυγό του όσο για το «Ψυχώ» και, αν δεν ήταν ο ίδιος τόσο παθιασμένος με την ιδέα της δημιουργίας της, το «Ψυχώ» ίσως να μην είχε γυριστεί ποτέ.
Αγάπη και μίσος για τις γυναίκες
»Οι γυναίκες έπαιζαν πάντοτε ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του Χίτσκοκ. Ηταν επιθετικός απέναντί τους και με φετιχιστικές διαθέσεις. Του άρεσε να βασανίζει αλλά και να ντύνει τις πρωταγωνίστριές του, των οποίων οι ηρωίδες έχουν πάντα μια δυναμική παρουσία και τις περισσότερες φορές είναι πιο δραστήριες και πιο αποφασιστικές από τους άνδρες. Δεν είναι απίθανο όλα αυτά να οφείλονται σε συμπλέγματα που ανάγονται στην παιδική ηλικία του.
»Οταν, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο μικρός Αλφρεντ Τζόζεφ μεγάλωνε ενταγμένος στο αυστηρό καθολικό περιβάλλον της οικογένειάς του στο Ιστ Εντ του Λονδίνου, έπρεπε να δίνει καθημερινή αναφορά στη μητέρα για τα πεπραγμένα της ημέρας: τον ανάγκαζε να στέκεται προσοχή στο προσκέφαλό της και να της μιλά!
»Εκείνη την εποχή η εικόνα του Χίτσκοκ ήταν μια μικρογραφία αυτού που όλοι γνωρίζουμε ως ενηλίκου: ένα παχουλό αλλά έξυπνο παιδί, μοναχικό και χωρίς φίλους, μα και με μια αρρωστημένη τάση να κάνει πλάκες – ορισμένες φορές ιδιαίτερα βάναυσες. Οι πλάκες αργότερα συνεχίστηκαν και συχνά παρεξηγούνταν, ενώ οι γυναίκες ηθοποιοί βρίσκονταν πάντοτε στο στόχαστρό του – τουλάχιστον εκείνες τις οποίες μπορούσε να βασανίζει.
»Η Ινγκριντ Μπέργκμαν και η Γκρέις Κέλι, για παράδειγμα, δεν ανήκαν σε αυτές που ταλαιπωρήθηκαν από τον Χίτσκοκ, αλλά η Τίπι Χέντρεν μόνο δυσάρεστες αναμνήσεις είχε από τη συνεργασία τους στα «Πουλιά» και στη «Μάρνι». Η Ντόρις Ντέι τον μίσησε επειδή υποβάθμισε τον ρόλο της στον «Ανθρωπο που γνώριζε πολλά». Ούτε η Κιμ Νόβακ, που σήμερα μόνο καλά λόγια έχει να πει για τον Χίτσκοκ, πέρασε επίσης καλά στα γυρίσματα του «Δεσμώτη του ιλίγγου».
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στα γυρίσματα της ταινίας North by Northwest (Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων), 1959.
Το ταγέρ και οι απειλές
»Η σκηνή στην οποία βλέπουμε τη Μαντλέν/ Νόβακ να πέφτει στα νερά της Golden Βridge του Σαν Φρανσίσκο γυρίστηκε πολλές φορές μόνο και μόνο από καπρίτσιο του σκηνοθέτη, ενώ τη δική του μικρή ιστορία έχει επίσης γράψει το περίφημο γκρι ταγέρ της Μαντλέν, το οποίο η Νόβακ απεχθανόταν. Ο Χίτσκοκ και η ενδυματολόγος Ιντιθ Χεντ το επέλεξαν ακριβώς επειδή το γκρι χρώμα ήταν τόσο αταίριαστο σε μια ξανθιά γυναίκα αλλά και επειδή η Νόβακ αισθανόταν άβολα φορώντας το!
»»Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ απείλησε ότι θα καταστρέψει την καριέρα μου και αυτό ακριβώς έκανε» εξομολογήθηκε το 2008 στους «Τimes» του Λονδίνου η Τίπι Χέντρεν αναφερόμενη στην εκδικητικότητα του Χίτσκοκ όταν η ηθοποιός αποφάσισε να σπάσει το συμβόλαιό της. Ακόμη και η σωματική ακεραιότητα της Χέντρεν είχε κινδυνεύσει όταν ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε αληθινά πουλιά πάνω της σε μια δύσκολη σκηνή των «Πουλιών» – ενώ της είχε πει ότι θα ήταν μηχανικά.
Φαρσέρ και σαδιστής
»Στις συνεντεύξεις του στον Φρανσουά Τρυφό ο Χίτσκοκ ομολογεί την αδυναμία του στις φάρσες, η γκάμα των οποίων ποίκιλλε, από το εντελώς ανώδυνο ως τον σαδιστικό εξευτελισμό. Συνήθιζε, για παράδειγμα, να αφηγείται ιστορίες με υψωμένη φωνή μέσα σε γεμάτα ασανσέρ, αλλά φρόντιζε να κατεβαίνει πριν από το τέλος των ιστοριών, υποκλινόμενος ευγενικά σε όσους κρυφάκουγαν.
»Δεν χώνευε τους «δήθεν» στα πάρτι, στους οποίους έβαζε μαξιλάρια στα κρυφά προτού καθήσουν στην καρέκλα τους. Στις συγκεντρώσεις που οργάνωνε σπίτι του έδινε εντολή το φαγητό να σερβίρεται με λανθασμένη ιεραρχία – με πρώτο πιάτο το επιδόρπιο. Σε μία περίπτωση όλα τα φαγητά παρουσιάστηκαν βαμμένα μπλε. Μπλε σούπα, μπλε πέστροφα, ακόμη και μπλε παγωτό και ροδάκινα. Λάτρευε να παρατηρεί αντιδράσεις. Αν σε κάποιον δεν άρεσε το αλκοόλ, φρόντιζε ώστε το ποτήρι του να περιέχει ισχυρή ποσότητα, για να τον δει να καταρρέει.
Τα ζωντανά
»Είναι γνωστό ότι ο Χίτσκοκ δεν χώνευε τους ηθοποιούς, τους οποίους είχε αποκαλέσει «ζωντανά». Ο χαρακτηρισμός είχε προκαλέσει θόρυβο, οπότε ο Χίτσκοκ τον διόρθωσε λέγοντας «δεν είπα ότι οι ηθοποιοί είναι ζωντανά, αλλά ότι θα έπρεπε να τους φέρονται ως ζωντανά». Ενας από τους ηθοποιούς που έπεσε θύμα πλάκας του Χίτσκοκ ήταν ο Σερ Τζέραλντ ντε Μοριέ (πατέρας της συγγραφέως Δάφνης ντε Μοριέ) στο καμαρίνι του οποίου ο σκηνοθέτης είχε στείλει ένα… άλογο, μόνο και μόνο για να δει την αντίδρασή του. Και όταν κάποτε ένας οπερατέρ άρχισε να μιλά με υπερηφάνεια για την καινούργια ηλεκτρική κουζίνα που είχε αγοράσει, ο Χίτσκοκ φρόντισε να του σταλούν δύο τόνοι κάρβουνο στο σπίτι με το σημείωμα «πληρωμένα από τον Χίτσκοκ».
Το «Ψυχώ» και το ντους
»Τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά τη «Σκιά των τεσσάρων γιγάντων», ο Αλφρεντ Χίτσκοκ αναζητούσε υλικό για να φρεσκάρει την εικόνα του. Εξηντάρης και παρ’ ότι ένα από τα πιο σεβαστά πρόσωπα στην κοινότητα του Χόλιγουντ, δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στα μεγάλα κεφάλια του στούντιο που πίστευαν ότι είχε γεράσει. Ενιωθε περιθωριοποιημένος από το στούντιο της Paramount με το οποίο συνεργαζόταν από τότε που πήγε στο Χόλιγουντ, αρχές της δεκαετίας του 1940, για να γυρίσει τη «Ρεβέκκα».
»Κανένας δεν ήθελε το «Ψυχώ» και ο Χίτσκοκ χρειάστηκε να υποθηκεύσει το σπίτι του για να χρηματοδοτήσει την ταινία που εντέλει υπήρξε η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του, καθώς κόστισε μόλις 800.000 δολάρια και απέφερε κέρδη ύψους 32 εκατ. δολαρίων – μόνο στις ΗΠΑ.
»Παραπάνω από μισό αιώνα μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, το «Ψυχώ» παραμένει σημείο αναφοράς. Η ιδέα της διπλής προσωπικότητας του βασικού ήρωα Νόρμαν Μπέιτς (Αντονι Πέρκινς), ο οποίος δολοφονεί υποδυόμενος τη μητέρα του (μας θυμίζει κάτι;), εξακολουθεί να εμπνέει αμέτρητους σκηνοθέτες. Για πρώτη φορά η πρωταγωνίστρια μιας ταινίας (Τζάνετ Λι) σκοτώνεται πριν από τη μέση και για πρώτη φορά είδαμε να χρησιμοποιείται… καζανάκι τουαλέτας στο σινεμά.
»Η δολοφονία της Μάριον (Λι) μέσα στο μπάνιο ενώ κάνει ντους είναι μία από τις πιο δυσάρεστες σκηνές φόνου που έχουν καταγραφεί στο σελιλόιντ και το γεγονός ότι το φιλμ γυρίστηκε ασπρόμαυρο κάνει το θέαμα ακόμη πιο ανατριχιαστικό.
»»Νομίζω ότι το μόνο πράγμα που μου άρεσε και που με έκανε να αποφασίσω να γυρίσω αυτή την ταινία ήταν το πόσο ξαφνικά γίνεται ο φόνος στο ντους» είπε ο ίδιος ο Χίτσκοκ στις συνεντεύξεις του στον Φρανσουά Τρυφό. «Είναι τελείως απρόσμενο και αυτό μού κίνησε το ενδιαφέρον».