Στους χαλεπούς καιρούς μας ο μακαριστός αρχηγός Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι πιο επίκαιρος και, προ παντός, χρήσιμος παρά ποτέ. Διότι αποτελεί ζωντανή σχολή πολιτικής. Και η διδασκαλία του είναι έργα, όχι λόγια. Οδηγεί. Αρκεί να θελήσει και να μπορεί, βέβαια, να τον εννοήσει και να τον ακολουθήσει όποιος σήμερα ασκεί πολιτική. Δύσκολο. Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή η πολιτική υπήρξε διά βίου αρετή και ασκητική, ώστε να ασκεί την τέχνη του εφικτού υπέρ του λαού και διά του λαού. Τα έργα του, όχι τα λόγια, μας φανερώνουν τα εξής αυταπόδεικτα χαρακτηριστικά του μεγάλου Μακεδόνος πολιτικού:

Αφιέρωση στην πατρίδα και στη διακονία των πολιτών. Προσήλωση στην ενότητα και ταυτόχρονα στην ετερότητα των Ελλήνων. Απόλυτη ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Αδιαμεσολάβητη προσωπική σχέση με τον λαό και εμπιστοσύνη στη λαϊκή κυριαρχία. Σεβασμός στο συνταγματικό καθεστώς αλλά και αυτοσεβασμός. Απροσωπόληπτη επιλογή των συνεργατών και μαζί καθημερινός έλεγχος αυτών. Αυστηρή ιεράρχηση των εθνικών αναγκών και των διαθεσίμων μέσων. Ακράδαντη πίστη στα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος και αξιοποίηση αυτών. Ένταξη στις υπερεθνικές συμμαχίες και ταυτόχρονη εθνική αυτονομία. Αδιαπραγμάτευτη υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος. Αυτοπεποίθηση.


Με ευλόγησε ο Θεός να τον ακολουθώ μια ζωή και να με εμπιστεύεται. Ως ένας εκ των τελευταίων Μοϊκανών επιτρέψτε μου να συνοψίσω όσα έζησα δίπλα του και πιστοποιούν τις αρετές του αυτές – και δεν ήσαν μόνον αυτές. Όλα, άλλωστε, έχουν καταγραφεί σε δημόσια τεκμήρια.

Τον συνείχε το δέος του Εθνικού Διχασμού. Αυτοθυσιάσθηκε για να μην τον αναζωπυρώσει αυτός, παρ’ ότι είχε πλήρη επίγνωση ότι ο ίδιος θα θριάμβευε αν τον προκαλούσε. Το θέρος του 1963 τα Ανάκτορα διεφώνησαν μαζί του για ασήμαντη αφορμή και παραιτήθηκε εισηγούμενος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, άμεσες εκλογές ώστε να αποφανθεί κυρίαρχα ο Λαός. Τα Ανάκτορα απέρριψαν τις εκλογές, δηλαδή τον λαό, και τον κάλεσαν να στηρίξει με το δικό του κόμμα άλλον πρωθυπουργό. Άλλη πλειοψηφία δεν διέθετε η Βουλή πλην του Καραμανλή, ο οποίος μπορούσε άνετα να προκαλέσει ακυβερνησία, να εξαναγκάσει εκλογές, να καταγγείλει στον λαό την προφανή ανωμαλία και να επανεκλεγεί θριαμβευτικά. Δεν το έπραξε, όμως, και υπάκουσε για να σώσει τη χώρα από έναν νέο Εθνικό Διχασμό. Γι’ αυτό έφυγε αμέσως στο εξωτερικό, επέστρεψε μετά από λίγους μήνες στον αγώνα και, μόλις έχασε οριακά τις μοιραίες εκείνες εκλογές, ξενιτεύθηκε πάλι δέκα ολόκληρα πικρά χρόνια.


Αλλά πώς έχασε εκείνες τις εκλογές! Οι αγρότες αποτελούσαν τη μεγάλη εκλογική βάση του και ζητούσαν αυξήσεις στα προϊόντα τους που μπορούσε άνετα να τους δώσει ο Καραμανλής, διότι πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά είχε εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, είχε οδηγήσει σε πρωτοφανή ανάπτυξη την εθνική οικονομία και είχε αφήσει μεγάλο πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Τον άκουσα να λέει: «Εγώ δεν εξαγοράζω ψήφους με τον ιδρώτα του λαού».

Η σχέση εμπιστοσύνης με τον λαό ήταν άμεση και αμφίδρομη. Σε κάθε κρίσιμη καμπή της πολιτικής του ζητούσε πάντοτε τη λαϊκή ετυμηγορία. Ιστορική τομή αποκλειστικά ο λαός. Δεν χρώστησε ποτέ χάρη σε κανένα παρά μόνον στον απλό πολίτη. Όταν την 6η Οκτωβρίου 1955 ανέλαβε πρωθυπουργός με βασιλική εντολή κατά το Σύνταγμα, αρνήθηκε να κληρονομήσει τον πανίσχυρο Ελληνικό Συναγερμό. Ήταν ανέκαθεν και παρέμεινε ριζοσπάστης. Ίδρυσε την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση, ΕΡΕ, έφερε νέες, φιλελεύθερες δυνάμεις, προκάλεσε εκλογές και τις κέρδισε τον Φεβρουάριο 1956. Μετά από δύο χρόνια υποκινούμενοι άνωθεν επιφανείς υπουργοί του επιχείρησαν να τον ανατρέψουν. Προσέφυγε αμέσως στον λαό, τους συνέτριψε και τους επανέφερε στο πλευρό του, πιστούς πια. Σκληρούς αντιπάλους του έφερε, επίσης, στην ηγετική ομάδα της ΝΔ. Στραβομουτσούνιασα γατί τον είχαν βρίσει. Μου λέει: «Στην πολιτική δεν έχουν θέση τα προσωπικά αισθήματα, αλλά τα κατάλληλα πρόσωπα, η ενότητα και το μήνυμα της ισχυράς ηγεσίας».

Το 1958 μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση στον Βόλο. Χαιρετά τους πολίτες μια, δυο, τρεις, αλλά αυτοί επιμένουν: «Καραμανλής – Καραμανλής». Βγαίνει ξανά στο μπαλκόνι: «Τώρα κατάλαβα. Δεν σας μίλησα για τα δάνειά σας». Πανζουρλισμός στην πλατεία. Είχαν προηγηθεί οι μεγάλοι σεισμοί, τους χορήγησε δάνεια και περίμεναν να τους τα χαρίσει, αφού θα τον ψήφιζαν. «Ε, λοιπόν, τα δάνεια θα τα πληρώσετε. Άμα χρειασθούν άλλα για αλλού, πού θα τα βρω;» Μάρμαρο η πλατεία. Οπότε ένας γέρος τού φωνάζει: «Γειά σου, ρε πουτσαρά!» Και τον επευφημούν όλοι μαζί – μυριάδες πολίτες, περήφανοι που έχουν αρχηγό τέτοιον λεβέντη. Θρίαμβος.


Πίστευε ακράδαντα ότι την ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ επιβάλλουν η κρίσιμη γεωπολιτική θέση της και η εδαφική της ακεραιότητα, η ευημερία της και ο πατρώος πολιτισμός της. Πρώτη από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες συνέδεσε την Ελλάδα με την ΕΟΚ το 1961 και πρώτη πάλι την ενέταξε πλήρες μέλος το 1979. Ουδέποτε, όμως, επέτρεψε ξένη κηδεμονία ούτε μειωμένη εθνική κυριαρχία. Αντίθετα. Το 1957, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, υπέγραψε εμπορικές συμφωνίες με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία επισκέφθηκε το 1978. Μετά το 1974 ανέπτυξε, πρώτη φορά, την πολυμερή διαβαλκανική συνεργασία με τις κομμουνιστικές τότε χώρες Βουλγαρία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία, χωρίς να ενοχληθεί η Ατλαντική Συμμαχία. Το 1963 με τον πρόεδρο της Γαλλίας, στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ, υποστήριξαν μιαν Ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια – όραμα επίκαιρο σήμερα μετά τη βλακώδη Δυτική εμπλοκή στην Ουκρανία. Εκείνο το όραμα πλήρωσε ακριβά τότε ο Καραμανλής, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε, μετά την τουρκική εισβολή στην προδομένη Κύπρο, να αποσύρει το 1974 την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ούτε να προσκληθεί με μεγάλες τιμές στον Λευκό Οίκο μετά από τρία χρόνια.

Πριν 40 χρόνια ο ελληνισμός τον υποδεχόταν με αναμμένες λαμπάδες ως παράκλητο του έθνους. Από το χάος και την εθνική καταισχύνη διεμόρφωσε την αρτιότερη και μακροβιότερη Ελληνική Δημοκρατία. Για να ξεκινήσει, όμως, από το μηδέν δεν δίστασε στην αρχή να παίξει συχνά το κεφάλι του. Ο παράκλητος ήταν επικηρυγμένος και τα όπλα κρατούσαν οι κυνηγοί του. Η ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία χαιρετίσθηκε σε όλον τον κόσμο ως ελληνικό θαύμα. Και πράγματι ήταν. Αλλά ο θαυματοποιός από το Κιούπκιοϊ των Σερρών ήταν δακτυλοδεικτούμενος δεξιός και το πολιτικό εκκρεμές από μια ακροδεξιά δικτατορία ήταν φυσιολογικό να κινηθεί ορμητικά προς τα αριστερά. Ωστόσο, στις εκλογές κινήθηκε σαρωτικά προς τη Νέα Δημοκρατία. Γιατί; Επειδή ο ιδρυτής της ονομαζόταν Κωνσταντίνος Καραμανλής, θεμελιώδης αρχή της ήταν ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός και εχθρός της ο Εθνικός Διχασμός.


Μόνον με οδηγό αυτήν την εθνική πολιτική παρακαταθήκη η πατρίδα μπορεί ακόμη μια φορά να εξέλθει στο φως από την αιματηρή οικονομική κρίση και να υπερβεί τη βαθιά εθνική παρακμή όπου την βύθισαν οι διάδοχοι του Καραμανλή, επειδή διέπραξαν τα ακριβώς αντίθετα της μεγάλης κληρονομιάς του.

*Ομιλία που είχε εκφωνήσει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Μέρτζος, πρώην πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στο πλαίσιο εκδήλωσης που είχε διοργανώσει το Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» στην πόλη των Σερρών το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014, με την αφορμή της συμπλήρωσης 40 ετών Δημοκρατίας στη χώρα μας (1974-2014).

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γεννήθηκε στο τουρκοκρατούμενο τότε Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών στις 8 Μαρτίου 1907 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 1998.

Ο ίδιος ο Καραμανλής, σε πρόχειρες ιδιόγραφες βιογραφικές σημειώσεις του, αναφέρεται στην εποχή της γεννήσεώς του ως εξής:


«Κατά την εποχήν εκείνην ο Μακεδονικός Αγών ευρίσκετο εις το αποκορύφωμά του. Ο πατέρας μου ήτο ενεργώς αναμεμιγμένος εις τον αγώνα, γι’ αυτό και ήτο ο στόχος των Τούρκων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ενθυμούμαι ακόμα τα όπλα, τα οποία ήσαν αποθηκευμένα σε μία υπόγειο κρύπτη του σπιτιού μας και τα οποία ο πατέρας μου διοχέτευε προς τους Έλληνας αντάρτας. Το βράδυ μάλιστα της γεννήσεώς μου συνέβη να φιλοξενήται στο σπίτι μου ο αρχηγός της ομάδος Παγγαίου, καπετάν Δούκας, με μερικά παλικάρια του. Όταν τους ανηγγέλθη η γέννησίς μου, την εόρτασαν με πυροβολισμούς, των οποίων τα ίχνη στην οροφήν διετηρήθησαν έκτοτε κατ’ επιθυμίαν του πατρός μου. Τα πρώτα μου χρόνια έζησα μέσα σ’ αυτό το κλίμα της εθνικής εξάρσεως και, όταν με ρωτούσαν τι θα γίνης άμα μεγαλώσης, απαντούσα, Καπετάνιος. Γι’ αυτό και στις φωτογραφίες μου της εποχής εκείνης εμφανίζομαι οπλισμένος σαν αστακός».