Με τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή μπορεί να λάβουμε δικαστικές υποθέσεις ενδεχομένως σε σχέση με την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για έργα αρωγής ή για αναπτυξιακή βοήθεια προς τους Παλαιστινίους, εκτιμά ο Μαρκ βαν ντερ Βούντε, πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ στη συνέντευξή του στα «Νέα Σαββατοκύριακο».

Συναντήσαμε τον ολλανδό νομικό στο γραφείο του στο Λουξεμβούργο, στον δεύτερο όροφο του κτιρίου Thomas More, όπου στεγάζεται το Γενικό Δικαστήριο, το ένα εκ των δύο δικαστηρίων που απαρτίζουν το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ).

«Το Γενικό Δικαστήριο παρέχει δικαστική προστασία στους πολίτες, στις εταιρείες και τις κρατικές οντότητες των κρατών-μελών ενάντια στη συμπεριφορά των ευρωπαϊκών θεσμών και οργανισμών. Μπορούμε να πούμε πως κάνουμε για τους θεσμούς της ΕΕ ό,τι κάνει το Συμβούλιο Επικρατείας σε σχέση με τον έλεγχο της ελληνικής διοίκησης και του κράτους» λέει ο κ. Βαν ντερ Βούντε επεξηγώντας τον ρόλο του Γενικού Δικαστηρίου, στο οποίο δεν φτάνουν μόνο υποθέσεις για την Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, αλλά και για τους πολυάριθμους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως είναι ο Frontex ή ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ).

«Όταν οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι με τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργανισμών, μπορούν να απευθυνθούν σε εμάς». Κάτι που ως φαίνεται συμβαίνει συχνά, διότι, όπως λέει χαρακτηριστικά, «αν κάτι συμβεί στο επίπεδο των θεσμών, κάπου δύο μήνες αργότερα τείνουμε να το βλέπουμε με υποθέσεις πάνω στο γραφείο μας».

Ανατρέχοντας σε κάποια παραδείγματα αναφέρει: «Στην τραπεζική κρίση του 2008 λάβαμε υποθέσεις κρατικών εγγυήσεων που αφορούσαν τράπεζες ή διαμάχες για τον τρόπο που τα κράτη αντιμετώπιζαν τις τράπεζες ή τις τραπεζικές καταθέσεις, όπως έγινε για παράδειγμα στην περίπτωση του κυπριακού κουρέματος. Οδήγησε σε πολλές δίκες στο δικαστήριό μας. Τώρα με την Τραπεζική Ενωση έχουμε και πάλι δίκες, όπως για παράδειγμα ποιος είναι εξουσιοδοτημένος να ασκεί τραπεζικές δραστηριότητες. Σχετικά με την κρίση του COVID έχουμε υποθέσεις για την έγκριση φαρμάκων από τον ΕΜΑ, υποθέσεις για πρόσβαση σε έγγραφα, όπως των «New York Times» για την υποτιθέμενη συμφωνία μεταξύ της κυρίας Φον ντερ Λάιεν και της Pfizer. Τώρα σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουμε υποθέσεις που αφορούν ολιγάρχες που περιλαμβάνονται στη λίστα των κυρώσεων. Εχουμε περίπου 40 τέτοιες υποθέσεις. Με τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή μπορεί να υπάρξουν υποθέσεις, για παράδειγμα, σε σχέση με τη χρηματοδότηση της ΕΕ για έργα αρωγής ή αναπτυξιακή βοήθεια για τους Παλαιστινίους».

Ποιες θεωρεί τις πιο σημαντικές υποθέσεις που κλήθηκε να εκδικάσει το δικαστήριο;

«Η υπόθεση της Banco Popular, της πρώτης όπου υπήρξε παρέμβαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) για να διασώσει την τράπεζα, που πουλήθηκε έναντι ενός ευρώ. Οι μέτοχοι δεν ήταν ικανοποιημένοι. Αυτή ήταν μια δύσκολη και από τις πιο περίπλοκες υποθέσεις στις οποίες έχω εμπλακεί σε αυτό το δικαστήριο. Παρόμοιες ήταν οι υποθέσεις σχετικά με την Επιτροπή, όταν η κυρία Βεστάγκερ πήρε την πρωτοβουλία να χρησιμοποιήσει τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις για άδικα, κατά την άποψή της, φορολογικά συστήματα. Εισήλθαμε σε ζητήματα μεταβίβασης τιμών, ανοίγοντας νέο νομικό έδαφος. Σε μια υπόθεση η Fiat Chrysler και το ιρλανδικό κράτος διαφώνησαν με την απόφασή μας και κατέθεσαν αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης στο Δικαστήριο (το έτερο δικαστήριο του ΔΕΕ), το οποίο αναίρεσε την απόφασή μας. Υπάρχει επίσης η υπόθεση της Apple. Η δική μας απόφαση ήταν αρνητική, έγινε αναίρεση και θα δούμε τι θα αποφασίσει το Δικαστήριο. Πρόσφατα είχαμε την υπόθεση του Frontex, μια ενδιαφέρουσα υπόθεση που αφορούσε και την Ελλάδα. Οι αιτούμενοι θεώρησαν ότι υπήρξε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, ότι είχαν επαναπροωθηθεί, αν ήταν αλήθεια ή όχι δεν μπορώ να πω, αλλά το ερώτημα που τέθηκε, και μάλιστα για πρώτη φορά, ήταν «είναι ευθύνη του Frontex ή των ελληνικών αρχών;». Η απόφαση των συναδέλφων μου ήταν ότι ο Frontex δεν έφερε καμία ευθύνη. Εχει γίνει αναίρεση και θα δούμε αν η απόφασή μας ήταν σωστή ή όχι».

Τον ρωτάμε σχετικά με την κριτική που ασκήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο για υπερβολική αυστηρότητα, όταν απέρριψε ορισμένες από τις υποθέσεις που είχε προωθήσει η κυρία Βεστάγκερ.

«Όταν ήρθα το 2010 υπήρχε η άποψη ότι το δικαστήριο δεν εφάρμοζε τον δικαστικό έλεγχο σωστά, ότι η Επιτροπή είχε πάντα τον τρόπο της. Τώρα η Επιτροπή διαμαρτύρεται, αλλά αυτός που χάνει την υπόθεση δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος. Στις πιο πολλές υποθέσεις η Επιτροπή έχει δίκιο, αλλά κάποιες φορές σπρώχνει τα πράγματα στα άκρα» απαντά. «Αναρωτιέμαι αν το ευρωπαϊκό δίκαιο υπάρχει ακόμη. Εχει γίνει απίστευτα περίπλοκο, διότι κάθε νομική πτυχή της κοινωνίας έχει μια ευρωπαϊκή συνιστώσα, και επιπλέον το ευρωπαϊκό δίκαιο εφαρμόζεται καθημερινά από τις εθνικές αρχές. Κάποιες φορές δεν ξέρεις ποιος παίρνει τις αποφάσεις. Το σύστημα είναι πολύ περίπλοκο».

Τον ρωτάμε για τις υποθέσεις στα νέα πεδία της πράσινης και ψηφιακής ανάπτυξης, και της κλιματικής αλλαγής. «Υπάρχει αύξηση των υποθέσεων σχετικά με τα πιστοποιητικά ρύπανσης, σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις κρατικές ενισχύσεις. Η Επιτροπή είναι γενναιόδωρη στη στήριξη κρατών-μελών να εγκαθιδρύουν προγράμματα στήριξης για πράσινη ενέργεια ή έργα, αλλά οι ανταγωνιστές ή άλλοι είναι δυσαρεστημένοι. Είχαμε, για παράδειγμα, μια υπόθεση όπου γάλλοι αλιείς είναι δυσαρεστημένοι για τα πάρκα με ανεμογεννήτριες καθώς εμποδίζουν τις δραστηριότητές τους. Είχαμε επίσης μια υπόθεση όπου Παρίσι, Αθήνα, Βρυξέλλες και Μαδρίτη διαμαρτυρήθηκαν ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρκετά αυστηρή στον κανονισμό για τις εκπομπές των αυτοκινήτων. Δικαιώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά στην αναίρεση η απόφαση ήταν αντίθετη».

Όσον αφορά το ψηφιακό πεδίο, επισημαίνει ότι «οι πρώτες υποθέσεις σχετικά με τον νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες, τον DSA, κατατέθηκαν στο τέλος Ιουλίου. Περιμένουμε τώρα να λάβουμε την πρώτη υπόθεση για τον νόμο για τις ψηφιακές αγορές, DMA». Η απάντησή του δείχνει, για άλλη μια φορά, πώς ο όγκος των υποθέσεων στο Γενικό Δικαστήριο, που κυμαίνεται γύρω στις 900 με 1.000 κατά μέσο όρο τον χρόνο, επηρεάζεται άμεσα από το τι κάνουν οι θεσμοί. «Η μη προβλεψιμότητα του όγκου της εργασίας μας αποτελεί σημαντική πρόκληση» επισημαίνει. «Σκεφτείτε αν υπάρξει τεράστια αύξηση σε δίκες που έχουν να κάνουν με την τεχνητή νοημοσύνη, τον DMA και τον DSA. Ή όταν έχουμε μια πολιτική Ασύλου μπορεί αποφάσεις για το Ασυλο να έρθουν σε εμάς».

Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»