Γεννημένος το 1981, ο Ιλύα Μπουντράιτσκις ανήκει σε μια γενιά που μεγάλωσε μέσα στη σκληρή πραγματικότητα της μετασοβιετικής εποχή. Όμως, δεν επέλεξε ούτε κάποια παραλλαγή «δυτικού» φιλελευθερισμού, ούτε κάποια παραλλαγή εθνικισμού (συμπεριλαμβανομένης αυτής που εκπροσωπεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν), αλλά την παράδοση του κριτικού μαρξισμού. Με σπουδές ιστορικού, έχει έναν δημόσιο λόγο ιδιαίτερα επικριτικό για τον ρώσο πρόεδρο, ενώ παράλληλα είναι ένας εύστοχος αναλυτής των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών εξελίξεων στη Ρωσία. Το βιβλίο του Dissidenty stredi dissidentov (Διαφωνούντες ανάμεσα σε διαφωνούντες), μια συλλογή δοκιμίων, κέρδισε το σημαντικό βραβείο Andrei Bely το 2017 και πρόσφατα δημοσιεύτηκε στα αγγλικά από τις εκδόσεις Verso. Από τη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο Μπουντράιτσκις πήρε μια καθαρή θέση κατά του πολέμου και είναι μια από τις αναγνωρίσιμες αριστερές φωνές που ασκούν κριτική στον Πούτιν και την κυβέρνησή του. Ο Μπουντράιτσκις μίλησε στο In και τον Παναγιώτη Σωτήρη.

Πώς φτάσαμε σε αυτόν τον πόλεμο; Και ποια πλευρά είναι κατά τη γνώμη σου περισσότερο υπεύθυνη;

Πιστεύω ότι σίγουρα η πλευρά που κατά βάση είναι υπεύθυνη είναι η Ρωσία. Ήταν η απόφαση που πήρε η ρωσική κυβέρνηση, ήταν η απόφαση που πήρε ο πρόεδρος Πούτιν. Χωρίς αυτή την απόφαση δεν θα είχαμε αυτόν τον πόλεμο. Μάλιστα, εάν κοιτάξεις την ομιλία του Πούτιν την ώρα που ξεσπά ο πόλεμος, θα δεις ότι λέει «έπρεπε να το κάνει», ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να ενεργήσει η Ρωσία σε εκείνη την περίσταση. Με έναν τρόπο, προσπάθησε να αποφύγει την ευθύνη και αυτό ψυχολογικά είναι κατανοητό. Όμως, πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε πολύ σαφείς σε σχέση με το ερώτημα ποια πήρε την απόφαση. Γιατί σε κάθε στιγμή σε έναν πόλεμο φυσικά υπάρχουν περιστάσεις και ένα πλαίσιο που καθιστούν αυτόν τον πόλεμο δυνατό, αλλά σε όλες αυτές τις καταστάσεις υπάρχει πάντα μία πλευρά που ξεκινά πρώτη. Και από τη ρωσική πλευρά σε αυτή τη συνθήκη δεν ήταν απλώς μια απόφαση να ξεκινήσει ένας πόλεμος, ήταν μια απόφαση να ξεκινήσει μια εισβολή στο έδαφος μια άλλης χώρας, ήταν ένα σαφές σχέδιο να κατακτηθεί αυτή η χώρα, να αλλάξει η κυβέρνησή της  και να εγκατασταθεί κάποιου είδους καθεστώς κατοχής. Έτσι με αυτή την έννοια δεν μπορείς να πεις ότι ήταν κάποιου είδους αμυντικός πόλεμος. Δεν ήταν μια δράση που προσπάθησε να αποτρέψει κάποια επίθεση ενάντια στη Ρωσία. Ήταν σαφώς μια περίπτωση επιθετικού πολέμου ενάντια σε ένα άλλο κράτος.

Φυσικά, αυτή η απόφαση δεν ήρθε από το πουθενά. Υπάρχει μια μακρά ιστορία πίσω της και αυτή η ιστορία δεν άρχισε καν το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας και τη σύγκρουση στο Ντονμπάς, αλλά ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα. Ξεκίνησε με προηγούμενες προσπάθειες της Ρωσικής Ομοσπονδίας να εξασφαλίσει την επιρροή και την παρουσία της στον μετασοβιετικό χώρο. Ξεκίνησε στην αρχή της δεκαετίας του 2000 με το πρώτο «Μαϊντάν» στην Ουκρανία, όταν είχαμε τις προσπάθειες της Ρωσίας να εγκαταστήσει μια φιλορωσική ηγεσία. Πίσω από αυτή την ιστορία βλέπεις αυτήν ακριβώς την έννοια, αυτήν ακριβώς την προσέγγιση των αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του πώς κατανοούσαν τον ρόλο τους στον μετασοβιετικό χώρο και πώς κατανοούσαν τη φύση των άλλων μετασοβιετικών κρατών και ειδικά της Ουκρανίας.  Ποτέ δεν πίστεψαν ότι αυτές οι χώρες μπορούσαν να έχουν την δική τους ικανότητα να χαράξουν πορεία, ότι υπάρχουν στα αλήθεια και ότι η Ρωσική Ομοσπονδία θα μπορούσε να έχει μια ισότιμη σχέση μαζί τους. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο ήταν ότι αρνιούνταν οποιαδήποτε υποκειμενικότητα στους λαούς αυτών των δημοκρατιών. Ήταν αυτή η ιδέα ότι μόνο οι ηγέτες, μόνο οι ελίτ έχουν σημασία. Αυτός είναι ο λόγος που η Ρωσία εδώ και δύο δεκαετίες προσπαθεί να κάνει δουλειά με τις ελίτ της Ουκρανίας όχι όμως και με τον πληθυσμό και ιδίως τον ρωσόφωνο πληθυσμό της Ουκρανίας.

Σε ποιο βαθμό οι πολιτικές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε σχέση με την Ανατολική Ευρώπη συνέβαλαν στον πόλεμο;

Πρώτα από όλα, θέλω να κάνω σαφές ότι πιστεύω ότι αυτός δεν είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση. Είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Ακόμη και σε αυτή την κατάσταση όπου η Δύση υποστηρίζει την Ουκρανία, δεν είναι μέρος της στρατιωτικής σύγκρουσης. Με αυτή την έννοια δεν μπορείς να πεις ότι το ΝΑΤΟ όντως συμμετέχεις σε αυτόν τον πόλεμο.

Με ποια έννοια έχουν ευθύνη το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ; Πιστεύω ότι έχουν ευθύνη με την έννοια ότι όταν κοιτάς την εξέλιξη των γεγονότων τον τελευταίο χρόνο, όταν ήταν σαφές ότι η Ρωσία προετοίμαζε την εισβολή, και ότι η Ρωσία έστελνε στρατεύματα κοντά στα σύνορα, εκείνη τη στιγμή υπήρχαν δύο τρόποι, δύο στρατηγικές για να αποφευχθεί ο πόλεμος.

Μία στρατηγική θα μπορούσε να είναι, από τη δική μου οπτική, μια καθαρά επιθετική στρατηγική με την μορφή «εάν ξεκινήσετε την εισβολή θα αντιδράσουμε αμέσως στρατιωτικά». Πιστεύω ότι εάν είχε υπάρξει ένα τέτοιο μήνυμα από το ΝΑΤΟ, είναι πιθανό ότι ο Πούτιν δεν θα είχε ξεκινήσει την εισβολή.

Η άλλη στρατηγική θα μπορούσε να ήταν να έδιναν στον Πούτιν αυτό που όντως ήθελε με κάποιο τρόπο: να του δώσουν κάποιες εγγυήσεις ότι η Ουκρανία δεν θα μπει στο ΝΑΤΟ μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Εάν είχαν υπάρξει τέτοιες γραπτές εγγυήσεις, όπως είχε ζητήσει ο Πούτιν τον Δεκέμβριο, αυτό επίσης θα είχε οδηγήσει τον Πούτιν να μην ξεκινήσει τώρα την εισβολή. Προσωπικά δεν το πιστεύω, όμως ήταν μια δυνατότητα.

Ωστόσο, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ έκαναν κάτι διαφορετικό. Η στρατηγική που επέλεξαν ήταν να προκαλέσουν τον Πούτιν, να αρνηθούν όλα τα αιτήματά του και την ίδια στιγμή η Δύση να μη προσφέρει σαφείς εγγυήσεις σε σχέση με την ασφάλεια της Ουκρανίας. Αυτή ήταν η πιο κυνική και προκλητική στάση που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Από τη μια διακήρυξαν ανοιχτά ότι ο Πούτιν επρόκειτο να εισβάλει, όμως από την άλλη πλευρά δεν έκαναν κανένα πραγματικό βήμα για να τη σταματήσουν. Και αυτή είναι σίγουρα η ευθύνη που φέρει η Δύση σε σχέση με αυτόν τον πόλεμο.

Σε ποιο βαθμό μπορούμε να πούμε ότι υπήρχε ένα «Ουκρανικό ζήτημα» από το 2014 ή και παλιότερα, ιδιαίτερα σε σχέση με κατάσταση γύρω από τις λεγόμενες «λαϊκές δημοκρατίες» στο Ντονμπάς;

Ποια είναι η πραγματική βάση του προβλήματος στο Ντονμπάς; Εάν κοιτάξουμε στον μετασοβιετικό χώρο, το Καζακστάν, τις χώρες της Βαλτικής ή τη Μολδαβία, σε όλες αυτές τις χώρες έχεις σημαντικούς ρωσόφονους πληθυσμούς. Σε όλες αυτές τις χώρες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπάρχουν προβλήματα με τα δικαιώματα των ρωσόφονων πληθυσμών, ειδικά σε σχέση με τη γλώσσα, τα δικαιώματα κλπ. Η Ουκρανία στη διάρκεια της μετασοβιετικής εποχής δεν ήταν η πιο προβληματική χώρα σε σχέση με αυτά τα ζητήματα. Για παράδειγμα το Κίεβο, η ίδια η πρωτεύουσα της Ουκρανίας ήταν κυρίως μια ρωσόφονη πόλη και δεν υπήρχε πρόβλημα με αυτό. Υπήρχαν τηλεοπτικές εκπομπές και εφημερίδα στα ρωσικά στην Ουκρανία. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημε με τη δημόσια χρήση της ρωσικής γλώσσας. Αυτή ήταν μια κατάσταση διαφορετική από αυτή που μπορούσες να βρεις στα κράτη της Βαλτικής όπου υπήρχαν διάφορα προβλήματα.

Το ζήτημα της γλώσσα δεν ήταν ένα κεντρικό πολιτικό ερώτημα στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια της πρώτης μετασοβιετικής δεκαετίας, στη δεκαετία του 1990 και στην αρχή της δεκαετίας του 2000. Έγινε ολοένα και πιο σημαντικό με την πολιτική πόλωση που ήρθε ως αποτέλεσμα των προσπαθειών της Ρωσίας και της Δύσης να επηρεάσουν πολιτικά την Ουκρανία. Το ερώτημα πολιτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σε αρκετά υψηλό επίπεδο έφτασε αυτό το θέμα το 2005 όταν είχαμε την πρώτη λεγόμενη «Πορτοκαλί Επανάσταση», όταν η Ρωσία υποστήριξε τον προεδρικό υποψήφιο Βίκτωρ Γιανουκόβιτς που απέτυχε τότε στις προεδρικές εκλογές.

Τότε εκείνο το τμήμα των ελίτ της Ουκρανίας που ήταν προσανατολισμένο προς τη συνεργασία με το Κρεμλίνο, όχι με τη Ρωσία ως κράτος, αλλά με το Κρεμλίνο ως κρατικό μηχανισμό, άρχισαν να παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι του ρωσόφονου πληθυσμού.

Από την άλλη πλευρά της πολιτικής διαχωριστικής γραμμής οι φιλοευρωπαϊκές μερίδες της ουκρανικής ελίτ χρησιμοποίησαν την ιδέα της Ουκρανικής γλώσσας ως της μόνης επίσημης γλώσσας. Για τους περισσότερους Ουκρανούς ακόμη και το 2014 δεν υπήρχε ένας τόσος σαφής ορισμός της εθνικής ταυτότητας. Μπορούσες να είσαι Ουκρανός και μιλάς ρωσικά. Όμως αυτές οι μετατοπίσεις μέσα στις ελίτ έσπρωξαν τους πληθυσμούς να διαλέξουν τη μία ταυτότητα απέναντι στην άλλη. Αυτό έκανε το ερώτημα της γλώσσας ένα πολιτικό ερώτημα. Εάν κοιτάξεις στην τρέχουσα γραμμή της ρωσικής προπαγάνδας, στις ομιλίες του Πούτιν κ.λπ., μπορείς να βρεις αυτή την ιδέα του λεγόμενου «ρωσικού κόσμου», που στηρίζεται σε μια απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στη γλώσσα και την υπηκοότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το συμφέρον του κράτους τη χρήση της ρωσικής γλώσσας. Βασικά, σημαίνει ότι εάν μιλάς ρωσικά θα πρέπει να σε υπερασπίζεται το ρωσικό κράτος και εσύ να υποστηρίζεις το ρωσικό κράτος, γιατί το ρωσικό κράτος είναι η μόνη δύναμη που άμεσα συνδέεται με τη μητρική σου γλώσσα. Αυτή είναι μια κλασικά εθνικιστική-σωβινιστική σύλληψη από τον 19ο αιώνα. Πολλοί άνθρωποι σε άλλα έθνη-κράτη της Ευρώπης μπορούν εύκολα να την αναγνωρίζουν. Για παράδειγμα στην Ελλάδα μπορείτε να αναγνωρίσετε αυτή την ιδέα ότι όλοι οι Έλληνες, γλωσσικά και πολιτιστικά, θα πρέπει να έχουν σχέση με το ίδιο κράτος και σε τι είδους συγκρούσεων αυτή η ιδέα μπορεί να προκαλέσει.

 

Τα ρωσικά ΜΜΕ επιμένουν ότι υπάρχει ένα ορισμένο «πατριωτικό» αίσθημα μέσα στη ρωσική κοινωνία και γενικά προβάλλουν μια εικόνα ότι έχει αυξηθεί η δημοφιλία του Πούτιν και της ρωσικής κυβέρνησης. Ισχύει αυτό ή είναι απλώς προπαγάνδα;

Φυσικά δεν έγινε κανένα δημοψήφισμα στη Ρωσία σε σχέση με τον πόλεμο. Το ερώτημα δεν συζητήθηκε δημόσια στη ρωσική κοινωνία. Αμέσως μετά την αρχή της εισβολής, η συζήτηση για τη φύση αυτού του πολέμου ποινικοποιήθηκε. Σύμφωνα με έναν νόμο που έχουμε τώρα στη Ρωσία, εάν αναπαράγεις πληροφορίες που είναι διαφορετικές από την επίσημη πληροφόρηση που έρχεται από το υπουργείο Άμυνας, τότε διανέμεις fake news, παραπλανητική πληροφόρηση για τον Ρωσικό Στρατό και μπορείς να βρεθείς μέχρι και 10 χρόνια στη φυλακή για αυτόν τον λόγο.

Αυτό σημαίνει ότι ως Ρώσος πολίτης έχεις δύο τρόπους να αντιμετωπίσεις αυτή την κατάσταση. Η μία στρατηγική είναι να συμφωνήσεις μαζί της. Αυτό σημαίνει ότι απλώς επιβεβαιώνεις την κανονική σου ύπαρξη ως Ρώσου πολίτη. Ειδάλλως, την αρνείσαι, όμως αυτό σημαίνει ότι αμέσως έρχεσαι σε σύγκρουση με το κράτος, είσαι αντιμέτωπος με την «κοινή γνώμη» και με τη χώρα.

Η Ρωσία είναι εδώ και καιρό μια βαθιά αποπολιτικοιημένη χώρα. Οι περισσότεροι θεσμοί της δημόσιας ζωής, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, τα κόμματα τα αντιπολίτευσης όπως και βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της συνάθροισης είχαν ήδη εξαλειφθεί όταν ξεκίνησε η σύγκρουση. Ο μόνος τρόπος να ζήσεις στη χώρα είναι να αποδεχτείς την όποια ενέργεια της κυβέρνησης.

Το υψηλό επίπεδο αποδοχής της στρατιωτικής επιχείρησης είναι μια ένδειξη αυτού του είδους αποπολιτικοποιημένου κομφορμισμού που είναι η κύρια συνθήκη της ρωσικής κοινωνίας, που έχει «εκπαιδευτεί» για χρόνια. Είναι ακόμη σημαντικό ότι όλη αυτή η μεγάλη υποστήριξη για τον Πούτιν σε σχέση με τη στρατιωτική επιχείρηση καταγράφεται μόνο σε έρευνες κοινής γνώμης. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι σημαίνει έρευνα κοινής γνώμης σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι φοβούνται να εκφράσουν δημόσια τις σκέψεις τους και τις γνώμες τους. Σημαίνει ότι εάν κάποιο εξωτερικό μέλος της κοινωνίας, δηλαδή όχι ένα μέλος της οικογένειάς σου ή ένας φίλος σου ή γενικά κάποιος που μπορείς να εμπιστευθείς, σε ρωτήσει «τι πιστεύεις για την “Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση”;» – έχει σημασία να σημειώσουμε ότι δεν μπορείς να την ονομάσεις πόλεμο, αυτό απαγορεύεται στη Ρωσία – αμέσως απαντάς «ναι, φυσικά υποστηρίζω πλήρως τον πρόεδρό μου». Απλώς γιατί θέλεις να συνεχίσεις να ζεις την προσωπική σου ζωή και δεν θες προβλήματα για τον εαυτό σου ή για την οικογένειά σου.

Ποιο είναι το πραγματικό επίπεδο υποστήριξης για αυτόν τον πόλεμο; Τι συζητούν στα αλήθεια σε ιδιωτικούς χώρους; Δεν γνωρίζουμε, γιατί πολιτικά αυτά τα αισθήματα δεν υπάρχουν. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια μικρή μειοψηφία που ανοιχτά εκφράσει τη διαφωνία της και την αντιπολεμική της τοποθέτηση. Όμως, θα πρέπει να έχεις πολιτικό κίνητρο για να το κάνεις αυτό.

Ωστόσο, ακόμη και στις επίσημες έρευνες κοινής γνώμης έχεις περίπου 15% των ανθρώπων να είναι έτοιμοι να δηλώσουν δημόσια, να το δηλώσουν μπροστά στον δημοσκόπο, ότι είναι αντίθετοι σε αυτόν τον πόλεμο. Σε αυτή την κατάσταση αυτό είναι αξιοσημείωτο ποσοστό.

Τι μπορείς να μας πεις για την αντίσταση στον πόλεμο στη Ρωσία;

Στις δύο πρώτες εβδομάδες του πολέμου υπήρχαν κάθε μέρα ή κάθε δύο μέρες παράνομες διαδηλώσεις (γιατί όλες οι διαδηλώσεις είναι παράνομες στη Ρωσία) ενάντια στον πόλεμο στις μεγάλες πόλεις, όπως τη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη, το Γιεκατερίνμπουργκ κ.λπ. Η αντίδραση των αρχών σε αυτές τις διαδηλώσεις ήταν αρκετά βάναυση. Την πρώτη εβδομάδα των διαδηλώσεων έγιναν περίπου 15.000 συλλήψεις. Αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να περάσουν μερικές μέρες ή εβδομάδες στα αστυνομικά τμήματα, ότι έπρεπε να πληρώσουν υψηλά πρόστιμα, ότι εάν ήταν φοιτητές αποβάλλονταν από τα πανεπιστήμιά τους. Μετά από αυτό το κύμα καταστολής ενάντια στο αντιπολεμικό κίνημα, αυτό έχασε κάθε οργανωμένη μορφή. Τώρα δεν υπάρχουν διαδηλώσεις κατά του πολέμου στη Ρωσία. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές πράξης ατομικής διαμαρτυρίας. Ορισμένοι άνθρωποι στη διάρκεια της νύχτας γράφουν αντιπολεμικά συνθήματα, ή μοιράζουν κάποια φυλλάδια, ή καταστρέφουν τα σύμβολα «Ζ» που είναι παντού σήμερα στη Ρωσία. Υπάρχουν ακόμη κάποιες ατομικές διαμαρτυρίες όπου άνθρωποι στέκονται κρατώντας μια αφισέτα με ένα αντιπολεμικό μήνυμα στο δημόσιο χώρο, σε μια πλατεία ή ένα δρόμο, όμως και αυτές οι μορφές δράσης έχουν κινδύνους. Εάν κάνεις μια τέτοια ατομική διαδήλωση, μπορείς επίσης να συλληφθείς μετά από λίγα λεπτά, να περάσεις κάποιες μέρες σε ένα αστυνομικό τμήμα και να πληρώσεις πρόστιμο. Η ενεργητική αντίσταση στον πόλεμο στη Ρωσία είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο, όχι επειδή υπάρχει μια πολύ μεγάλη υποστήριξη για αυτόν τον πόλεμο, αλλά εξαιτίας του φόβου και του πεσιμισμού που υπάρχει στην κοινωνία. Πιστεύω ότι αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει. Είναι πολύ δύσκολο για τις αρχές να κρύψουν αυτές τις σοβαρές απώλειες στον πόλεμο, τους στρατιώτες που έχουν σκοτωθεί στην Ουκρανία. Έναν μήνα πριν το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι 1300 στρατιώτες είχαν σκοτωθεί, που είναι πολύ μικρός αριθμός για να γίνει πιστευτός και μιλάμε για έναν μήνα πριν. Τον τελευταίο μήνα δεν έχει υπάρξει καμία επίσημη ανακοίνωση και φαίνεται ως εάν η κυβέρνηση να προσπαθεί να κρύψει το ίδιο το γεγονός ότι η χώρα είναι σε μια πολεμική κατάσταση. Αυτή είναι μια ουσιώδης πλευρά της προπαγάνδας. Δεν μπορείς καν να χρησιμοποιήσεις τη λέξη πόλεμος και υπάρχει μια αυταπάτη κανονικής ζωής που προωθείται από την επίσημη προπαγάνδα. Επίσης υπάρχει αυτή η ιδέα ότι θα τελειώσει σύντομα και ότι μιλάμε για μια σύντομη στρατιωτική επιχείρηση που θα τελειώσει σε μία ή δύο εβδομάδες. Υπάρχουν ακόμη πολλοί άνθρωποι που αποστασιοποιούνται από αυτό που συμβαίνει, που μπορούν να απαντήσουν στην ερώτηση για το συμβαίνει στην Ουκρανία με μια απάντηση της μορφής «δεν ενδιαφερόμαστε για την πολιτική». Αυτό επίσης εκφράζει το βαθύ επίπεδο αποπολιτικοποίησης της ρωσικής κοινωνίας.

 

Είσαι ένας από τους πιο γνωστούς επικριτές από τα αριστερά της ρωσικής κυβέρνησης και των πολιτικών του Βλαντιμίρ Πούτιν. Σε ποιο βαθμό μπορούμε να μιλάμε για την ανάδυση μιας «νέας Αριστεράς» στη Ρωσία και ποιον ρόλο παίζει η παραδοσιακή κομμουνιστική αριστερά που φαίνεται να υποστηρίζει τον Πούτιν;

Από την αρχή του πολέμου είχαμε ολοένα και πιο βαθιά διαίρεση στη λεγόμενη Αριστερά στη Ρωσία. Από τη μια η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας είχε έναν επαίσχυντο ρόλο υποστηρίζοντας τον πόλεμο. Από την άλλη, τα μόνα μέλη του Ρωσικού Κοινοβουλίου που ανοιχτά διαφώνησαν με την εισβολή ήταν τρία μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ακόμη και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ειδικά στο επίπεδο των απλών μελών και των ακτιβιστών υπάρχει μια πόλωση. Πολλά μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος διαφωνούν με τις θέσεις της ηγεσίας. Την ίδια διαδικασία τη συναντούμε και σε ορισμένες σταλινικές ομάδες ή ομάδες νοσταλγών της ΕΣΣΔ που επίσης διαιρούνται γύρω από αυτά τα ερωτήματα. Υπάρχουν ομάδες όπως το Αριστερό Μέτωπο ή το Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα, όπου οι ηγεσίες κατά βάση υποστήριξαν τον πόλεμο, αλλά πολλά απλά μέλη ή ακόμη και μειοψηφίες της ηγεσίας αποχώρησαν από τις οργανώσεις σε διαφωνία με τη θέση των αντίστοιχων ηγεσιών υπέρ του πολέμου. Επίσης υπάρχουν πολλές οργανώσεις της Νέας ή Αντισταλινικής Αριστεράς, τροτσκιστικές ή αναρχικές ομάδες που από την πρώτη στιγμή πήραν  θέση κατά του πολέμου και συμμετείχαν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις Υπάρχει επίσης ο σημαντικός ρόλος που παίζει το φεμινιστικό κίνημα. Υπάρχει τώρα ένα δίκτυο, που ονομάζεται Φεμινιστική Αντιπολεμική Αντίσταση, που κάνει δουλειά προπαγάνδας και είναι αρκετά ορατό.

Πιστεύω ότι μετά το τέλος αυτής της κρίσης  και μετά το τέλος του πολέμου, που πιθανώς να οδηγήσει σε κάποιου είδους κρίση του καθεστώτος (που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε ανασυγκρότηση του καθεστώτος). Όμως και η Αριστερά στη Ρωσία θα ανασυγκροτηθεί. Αυτό είναι δυνατό στη βάση εκείνων των μελών από πολύ διαφορετικές οργανώσεις (από το Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι τη Ριζοσπαστική Αριστερά) που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο και μπορούν να βοηθήσουν να ανασυγκροτηθεί η Αριστερά στη Ρωσία μετά τον πόλεμο.