Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές στον σύγχρονο κόσμο είναι ο τρόπος που αναγνωρίζουμε και σταδιακά αποδεχόμαστε ότι το φάσμα των ανθρώπινων διαπροσωπικών σχέσεων είναι πολύ πιο σύνθετο από το στερεότυπο του ζεύγους ατόμων διαφορετικού φύλου σε μια σχέση επικυρωμένη με τα «δεσμά του γάμου» και με ορίζοντα τη δημιουργία μιας «πυρηνικής οικογένειας».

Η παραδοχή αυτή δεν περιορίζεται απλώς στην αναγνώριση μορφών συμβίωσης, επιθυμίας και σεξουαλικότητας που δεν εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά ακόμη και στην αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας του ζεύγους ως αποκλειστικού ορίζοντα των ανθρωπίνων σχέσεων και στην αναγνώριση ότι και η έννοια της οικογένειας είναι τελικά πολύ διευρυμένη, αφού περιλαμβάνει πολλές παραλλαγές και για το πώς ορίζεται ο γονέας αλλά και στο πώς προκύπτει η ίδια τεκνοθεσία.

Η αναγνώριση αυτή δεν είναι εύκολη. Προσκρούει συχνά πάνω σε όλα τα στερεότυπα που συνδέονται με μια ετεροκανονιστική αντίληψη της σεξουαλικότητας και κατ’ επέκταση της οικογένειας. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις τοποθετήσεις που υπήρξαν τα προηγούμενα χρόνια κατά τη διάρκεια συζητήσεων για την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, αλλά και στον τρόπο που αναπαράγονται ακόμη και σήμερα συντηρητικά αντανακλαστικά που ενίοτε αντιμετωπίζουν ως άμεση ή έμμεση απειλή είτε για την κοινωνική συμβίωση είτε ενίοτε ακόμη και για την «αγωνιστική δράση» την αποδοχή της καταστατικής πολλαπλότητας και της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και των ανθρώπινων σχέσεων.

Αυτό, άλλωστε, συμπυκνώνει και η γνωστή και διαδεδομένη υπεκφυγή περί του δικαιώματος των ανθρώπων «να κάνουν ό,τι θέλουν στο κρεβάτι τους» που παραβλέπει ότι το πρόβλημα δεν είναι τι γίνεται «στα κρεβάτια» (όπου ανέκαθεν όσα γίνονταν ήταν μάλλον πέραν των στερεοτύπων), ούτε καν τι γίνεται στον «ιδιωτικό χώρο», όσο αυτά που γίνονται στον δημόσιο χώρο, στην εργασία, στην εκπαίδευση, στον νόμο και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις συνεπάγεται, στην πρόσβαση στις παροχές που περιλαμβάνει αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «κοινωνικό κράτος» και φυσικά στην αποφυγή ενός φάσματος πολύ υλικών διακρίσεων.

Από μια παράλληλη διαδρομή, η μεγαλύτερη επίγνωση του βάθους που έχει το πρόβλημα της έμφυλης βίας σε όλες τις παραλλαγές του καταδεικνύει ότι και ο «ιδιωτικός χώρος» δεν είναι αμέτοχος πραγματικών συγκρούσεων με επιπτώσεις τόσο σοβαρές όσο ο κατάλογος των θυμάτων γυναικτονιών που διαρκώς αυξάνεται. Κάτι που με τη σειρά του καταδεικνύει την ανάγκη για νέες μορφές παρέμβασης και ρύθμισης, έξω και πέρα από τη λογική του άβατου, αλλά και τη δύσκολη πρόκληση του μετασχηματισμού όλων εκείνων των στερεότυπων και των «αυθόρμητων» ιδεολογικών αναπαραστάσεων που με τη σειρά τους αναπαράγουν τον σεξισμό αλλά και τη διαρκή επανεμφάνιση της βίας και της βαναυσότητας εντός σχέσεων που υποτίθεται ότι αποτελούν την συγκεφαλαίωση της οικειότητας.

Ο Βασίλης Σωτηρόπουλος

Η σημασία που έχουν τα ζητήματα καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές παρεμβάσεις όπως το βιβλίο του Βασίλη Σωτηρόπουλου, Ελεύθερη συμβίωση. Η αυτοκρατορία των συναινέσεων (εκδόσεις Πόλις, 2022). Πρόκειται για μια πρωτότυπη σύνθεση, που δίκαια βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και η οποία συνδυάζει τη συστηματική παράθεση των νομικών ζητημάτων που αφορούν αυτό που περιγράφεται ως ελεύθερη συμβίωση, δηλαδή τη συμβίωση που δεν εντάσσεται ούτε στο πλαίσιο του γάμου, ούτε του συμφώνου συμβίωσης, με έναν συνολικό στοχασμό για το εύρος των ανθρώπινων σχέσεων και τελικά των συναινέσεων που δεν μπορούν παρά να είναι η βάση τους. Αυτό που κάνει ο Σωτηρόπουλος είναι ότι εξετάζει αναλυτικά όλους τους τρόπους με τους οποίους τελικά η ελεύθερη συμβίωση είναι αντικείμενο νομικής ρύθμισης, αλλά και τα πεδία στα οποία πρέπει να συμπληρωθεί αυτή τη νομική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που αφορούν την πολυσυντροφικότητα, υπενθυμίζοντας ότι ο νομοθέτης διαρκώς οφείλει να αναμετράται με τη συνθετότητα των ίδιων των ανθρώπινων σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των μορφών βίας και κακοποίησης που μπορούν να αναπτυχθούν στο εσωτερικό τους.

Όμως, αυτό που κάνει την παρέμβαση αυτή ξεχωριστή είναι ο τρόπος που υπογραμμίζει ένα κανονιστικό ερώτημα που υπερβαίνει τη νομική ρύθμιση και που είναι αυτό της συναίνεσης ως αυτού του στοιχείου που αναγνωρίζει ταυτόχρονα τον καταστατικό χαρακτήρα της ελευθερίας μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και τη σημασία διυποκειμενικών δεσμεύσεων ως του μόνο τρόπου για να μην αναπαράγονται νέες μορφές βαναυσότητας.

Στα δικά μου μάτια, αυτή η έμφαση στην κεντρικότητα της συναίνεσης αποκτά μια ευρύτερη σημασία. Παραπέμπει σε μια αναγκαία διαρκή επινόηση νέων σχέσεων και νέων τρόπων ώστε η ανθρώπινη επιθυμία να μετασχηματίζεται σε ουσιαστική συντροφικότητα και τελικά κοινωνικότητα, με όρους που να κάνουν τις κοινωνίες ταυτόχρονα πιο ελεύθερες, πιο συντροφικές, πιο συμπεριληπτικές αλλά και πιο δίκαιες ακριβώς γιατί η συναίνεση σηματοδοτεί και την παραδοχή της αναμέτρησης και τελικά προσπάθειας για υπέρβαση όλων εκείνων των μορφών ανισότητας, αποκλεισμού, βίας και αλλοτρίωσης που αποτρέπουν έναν ορίζοντα σχέσεων, συναινέσεων και τελικά ανθρωπιάς.

 

Επινοώντας συντροφικότητες

Το ερώτημα της χειραφέτησης των δυνατοτήτων για ανθρώπινες σχέσεις, μέσα από το συνδυασμό ανάμεσα στην προσαρμογή του νομικού πλαισίου αλλά και την αναμέτρηση με την ανάγκη για ουσιαστικότερες συναινέσεις, δεν αφορά απλώς τα ζητήματα της «ιδιωτικής ζωής». Παραπέμπει ταυτόχρονα στη δυνατότητα επινόησης σχέσεων αλληλεγγύης και συντροφικότητας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Κοντολογίς ό,τι θα ορίζαμε ως ιστορική πρόοδο.