Εάν κανείς παρακολουθήσει τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις για τις εξελίξεις στο ίδιο το Αφγανιστάν θα δει ότι αυτές κυρίως έχουν επικεντρωθεί στην κριτική στους αμερικανούς για την πρόωρη και «ανεύθυνη» αποχώρηση και τα προβλήματα που δημιουργεί, και από εκεί και πέρα στην ανησυχία για ένα νέο «προσφυγικό κύμα».

Αυτό που έχει λείψει είναι μια πραγματικά ψύχραιμη και ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης σε συνδυασμό με μια προσπάθεια να χαραχθεί μια κατεύθυνση που να μπορεί να κοιτάζει πιο πέρα από το άμεσο και το προφανές.

Μέρος του προβλήματος και η Ευρώπη

Καταρχάς το να ασκείται κριτική μόνο στους Αμερικανούς είναι στην πραγματικότητα μια υπεκφυγή.

Ευρωπαϊκές χώρες είχαν παρουσία στο Αφγανιστάν, μέσω διπλωματικών αποστολών, αλλά και συμμετοχής στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και άρα με τα χρόνια θα έπρεπε να είχαν σχηματίσει μια εικόνα για τα όρια της «δημοκρατικής διαδικασίας» που δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την εκ νέου προέλαση των Ταλιμπάν και που είχε οδηγήσει σε μια κυβέρνηση στην Καμπούλ με σοβαρά προβλήματα διαφθοράς και αδυναμία να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις που τυπικά διέθετε.

Σε αυτή τη βάση έπρεπε να γνώριζαν ότι από τη στιγμή που είχε δρομολογηθεί η αποχώρηση των αμερικανών και συνολικά των νατοϊκών δυνάμεων οι εξελίξεις θα ήταν σχετικά γρήγορες και η Καμπούλ δεν θα έμενε για πολύ στα χέρια μιας κυβέρνησης που δεν έλεγχε τη χώρα.

Αντίθετα, το γεγονός ότι δεν πίεσαν πολύ πιο έγκαιρα για βήματα όπως ο σχηματισμός κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων των παρατάξεων, συμπεριλαμβανομένων των Ταλιμπάν, είναι μια απόδειξη αδυναμίας να κινηθούν με βάση τη δυναμική της κατάστασης.

Ας μην ξεχνάμε ότι για την κατάσταση στο Αφγανιστάν, την αποτυχία μιας μακρόχρονης στρατιωτικής επέμβασης και την αδυναμία πραγματικής ανασυγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας, ευθύνη φέρουν και οι ευρωπαϊκές χώρες που είναι μέλη του ΝΑΤΟ και πήραν μέρος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις, χωρίς να μπορέσουν να συμβάλουν ώστε στο «τέλος του δρόμου» να υπάρχει μια αποτελεσματική πολιτική διαδικασία και μια συνθήκη όπου άνθρωποι δεν θα θέλουν μαζικά να φύγουν.

Ο φόβος για «προσφυγικό κύμα

Τώρα οι ευρωπαϊκές χώρες συζητούν – και ανησυχούν – για το ενδεχόμενο να υπάρξουν μεγάλες προσφυγικές ροές από το Αφγανιστάν.

Ο φόβος προφανώς δεν είναι αβάσιμος. Τον επιβεβαίωνουν οι εικόνες από την Καμπούλ, όπου δεν προσπαθούν να φύγουν μόνο αυτοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονταν με τις ξένες αποστολές και τους διεθνείς οργανισμούς (και άρα φοβούνται ότι εάν μείνουν θα χαρακτηριστούν «συνεργάτες των κατακτητών»), αλλά και άνθρωποι που φοβούνται να ζήσουν ξανά υπό τις διαταγές των Ταλιμπάν, παρά τις διαβεβαιώσεις των τελευταίων ότι αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Μέχρι τώρα η αντίδραση είναι διπλή. Από τη μια έχουμε αυτούς που απομακρύνονται τώρα από την Καμπούλ και για τους οποίους γίνεται προσπάθεια να φτάσουν ασφαλείς και να τύχουν ανθρωπιστικής προστασίας στις χώρες της ΕΕ. Αυτοί όντως αντιμετωπίζονται ως πρόσφυγες και ως άνθρωποι που ζητούν άσυλο και προστασία.

Όμως, υπάρχουν και αυτοί που όλοι εκτιμούν ότι θα έρθουν σε δεύτερη φάση. Άνθρωποι που δεν θα δοκιμάσουν να φύγουν από το αεροδρόμιο στην Καμπούλ τώρα, αλλά αργότερα μέσα από τις διάφορες διαδρομές που θα τους φέρουν στην Τουρκία και από εκεί στην Ευρώπη, πιθανώς μέσω Ελλάδας. Γι’ αυτούς γίνεται αυτή τη στιγμή αυτή η συζήτηση.

Μια συζήτηση που γίνεται με τους όρους της ακροδεξιάς

Μόνο που αυτή η συζήτηση δεν γίνεται στην Ευρώπη με τους όρους που πρέπει. Δηλαδή, δεν γίνεται με τους όρους μιας συζήτησης για την επόμενη μέρα στο Αφγανιστάν, τις σχέσεις της Ευρώπης με τη νέα κατάσταση και προφανώς τα ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων εκεί.
Αντιθέτως, η συζήτηση γίνεται με τους όρους της ακροδεξιάς που έχει «απαγάγει» αυτή την ατζέντα.

Είναι η συζήτηση που λέει «δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε άλλο 2015», «να σφραγίσουμε τα σύνορα», «δεν χωράει ούτε ένας παραπάνω». Και με την Ευρώπη να έχει μπροστά της διάφορες εκλογές η πίεση για μια τέτοια ρητορική γίνεται μεγαλύτερη.

Αναζητώντας μια διαφορετική κατεύθυνση

Πιστεύω πως υπάρχει ακόμη περιθώριο αυτή η συζήτηση να γίνει με όρους προοπτικής και χωρίς εκπτώσεις ως προς τις αρχές και τις αξίες που υποτίθεται ότι ορίζουν το «ευρωπαϊκό κεκτημένο».

Αυτό θα σήμαινε καταρχάς έναν ορισμένο ρεαλισμό ως προς τη νέα κατάσταση. Το να λέμε και να ξαναλέμε πόσο κακή εξέλιξη είναι που οι Ταλιμπάν επιστρέφουν στην εξουσία, από μόνο του δεν συνιστά πολιτική. Και επειδή όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι περίπτωση να εκδιωχθούν από την εξουσία ξανά με κάποιου είδους στρατιωτική επιχείρηση της Δύσης δεν υπάρχει (γιατί προφανώς δεν θα κατάφερνε τώρα αυτά που δεν κατάφερε είκοσι χρόνια), αυτό που μένει είναι μια συζήτηση με τη νέα κατάσταση.

Αυτό θα σήμαινε ότι η Ευρώπη, μαζί με την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα, θα έθετε συγκεκριμένους όρους για την αναγνώριση της νέας κυβέρνησης και για τα οφέλη που αυτή η αναγνώριση μπορεί να έχει, όπως είναι π.χ. η διεθνής οικονομική βοήθεια.

Οι όροι αυτοί θα έπρεπε να είναι μια κυβέρνηση που συμπεριλαμβάνει τις βασικές πολιτικές παρατάξεις της χώρας, πέραν των Ταλιμπάν, έτσι ώστε να περιορίζεται το ενδεχόμενο ενός νέου εμφυλίου πολέμου, που θα έφερνε ακόμη περισσότερη εξαθλίωση και ακόμη περισσότερους Αφγανούς αναγκασμένους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.

Θα έπρεπε να είναι η απαίτηση για ένα σαφές πλαίσιο λειτουργίας ενός κράτους που θα κατατείνει στο «κράτος δικαίου» και την εγγύηση βασικών δικαιωμάτων ακόμη και εντός του «ισλαμικού πλαισίου» που θέλουν οι Ταλιμπάν.

Θα πρέπει προφανώς να είναι η απαίτηση ότι το Αφγανιστάν δεν στηρίζει καμία εκδοχή τρομοκρατίας και το έδαφός του δεν είναι ορμητήριο για τρομοκρατικές επιθέσεις. Και βέβαια θα πρέπει να έχει έναν πολιτικό ορίζοντα, δηλαδή ένα θεσμικό / συνταγματικό πλαίσιο με το οποίο θα λειτουργεί η χώρα έτσι ώστε να αντιπροσωπεύει όντως τον αφγανικό λαό.

Οι όροι αυτοί θα πρέπει να συνδυάζονται με τη θετική συμπλήρωση ότι αναγνώριση της κυβέρνησης σημαίνει ότι η χώρα εντάσσεται στο διεθνές πλαίσιο, μπορεί να έχει κανονικές συναλλαγές και διεθνές εμπόριο και βέβαια ότι μπορεί να λαμβάνει διεθνή βοήθεια.

Μια τέτοια κατεύθυνση θα περιόριζε την ένταση, θα μείωνε την ανασφάλεια μεγάλου μέρους των πολιτών του Αφγανιστάν, θα επέτρεπε μια σχετική κοινωνική ανασυγκρότηση και μεσοπρόθεσμα θα μείωνε και την επιθυμία ανθρώπων να θέλουν να φύγουν από μια χώρα που μέχρι τώρα είχε να αντιμετωπίσει την βία του εμφυλίου πολέμου, την πραγματικότητα μιας ξένης κατοχής και την εκτεταμένη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού.

Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εάν δεν θέλουμε να αντιμετωπίζουμε «προσφυγικά κύματα», θα πρέπει να κάνουμε όσα περισσότερα μπορούμε ώστε άνθρωποι να μην θέλουν να φύγουν από τις εστίες τους.

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι παρ’ όλα αυτά θα υπάρξουν αρκετοί άνθρωποι που το επόμενο διάστημα θα θελήσουν να φύγουν από το Αφγανιστάν. Και αυτό γιατί η ειρήνευση δεν είναι βέβαιο ότι θα έρθει τόσο εύκολα, οι αναμνήσεις από το πώς άσκησαν εξουσία οι Ταλιμπάν είναι νωπές, ενώ η όποια συμφιλίωση θα πάρει καιρό.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με το ότι μιλάμε για μια φτωχή χώρα θα σημαίνουν ότι θα έχουν ροή ανθρώπων από το Αφγανιστάν.

Η ακροδεξιά τους αντιμετωπίζει ως απειλή και υποστηρίζει ότι χρειάζεται απλώς να σφραγίσουμε τα σύνορα. Μόνο που η εμπειρία έχει δείξει ότι οι όποιοι φραγμοί συνήθως δεν ανακόπτουν τις προσφυγικές ροές, απλώς κάνουν πολύ πιο επικίνδυνη τη μετακίνησή τους και ταυτόχρονα καθιστούν πιο δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων αυτών όταν φτάσουν, αφού αντιμετωπίζονται ως «παράτυποι μετανάστες» και όχι ως πρόσφυγες που δικαιούνται ανθρωπιστικής προστασίας.

Επιπλέον, η λογική των «σφραγισμένων συνόρων» έχει τον κίνδυνο απλώς να συγκεντρωθούν πλήθος πρόσφυγες στη γειτονική Τουρκία, με όλο τον υπαρκτό κίνδυνο της «εργαλειοποίησης» των προσφυγικών ροών.

Γι’ αυτό και χρειάζεται μια άλλη κατεύθυνση: Δημιουργία ουσιαστικά «ασφαλών διαδρόμων» ώστε να μπορέσουν να φτάσουν στις χώρες προορισμού στη Δυτική Ευρώπη, με ασφάλεια.

Αποδοχή της ανθρωπιστικής ευθύνης που έχουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και οργάνωση της υποδοχής τους. Συνεννόηση και συντονισμός ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να υπάρξει μια κατανομή των προσφύγων στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.