Παρυφές του 1978. Λυκειόπαις. Το ΠΑΣΟΚ κάλπαζε, το ΚΚΕ πανίσχυρο, ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δυναμικός. Κάπνιζα για να δείχνω πιο Κούρκουλος, κυρίως να με βλέπουν οι συμμαθήτριες. Είχε αρχίσει να υποχωρεί το κλίμα του πουριτανικού αντικομμουνισμού στα σχολεία, άλλαζαν τα βιβλία, μπορούσες να πλησιάσεις Σεφέρη, ακόμα και Ρίτσο, χωρίς να σκοντάφτεις στον Νόβα.

Το χρονικό όριο κυριακάτικης εξόδου στις 8.30 μ.μ. είχε αποδυναμωθεί. Απειθαρχία μαζί με επιείκεια. Το πιο νόμιμο μαγαζί για μαθητές (της επαρχίας κυρίως) ήταν το ζαχαροπλαστείο.

Ξαφνικά πετάχτηκε ένας λιπόσαρκος μεσήλικος από μια παρέα, κατακόκκινος, «ε, όχι και τους κομμουνιστές που κάναν εγκλήματα…». Ηταν ένας, συνήθως, σιωπηλός υπάλληλος του Δημοσίου Ταμείου, ποδηλάτης, με τσιμπιδάκια στους αστραγάλους για να μην μπλέκονται τα παντελόνια στην αλυσίδα. Είχε μια ωραία, κατάξανθη κόρη, απροσπέλαστη – την «έβγαλε» από το σχολείο στην Τρίτη Γυμνασίου. Το κορίτσι στο σπίτι. Αυτός ο αόρατος άνθρωπος, που περνούσε πάντα σιωπηλός με το μπλε Olymbic ποδήλατο, έκρυβε οργή και μίσος. Τότε, οι διορισμένοι ήταν «της καταστάσεως». Μετεμφυλιακοί γόνοι ενός σκληροπυρηνικού αντικομμουνισμού, άνθρωποι πεπεισμένοι ότι από κάποιο υπόγειο θα ξαναβγεί ο Αρης με τα φυσεκλίκια.

Ηταν περίλυπος που ο Καραμανλής νομιμοποίησε τα «κουμούνια», ήταν πανικόβλητος που κάλπαζε ο Παπανδρέου, που οι κατσαπλιάδες εκλέγονταν βουλευτές, που είχαν αρχίσει να μη φορούν ποδιές οι κοπέλες το απόγευμα και να κυκλοφορούν «χρωματιστές», που δεν έπεφταν οι αποβολές «λόγω κουράς», που χανόταν η τάξις, που μοιράζουν κρυφά «Οδηγητή» και «Θούριο» μέσα στα σχολεία, που μερικοί καθηγητές κάνουν τα στραβά μάτια «εις τας ερωτικάς σχέσεις» (το τελευταίο τον τέλειωνε κυριολεκτικά). Γκρέμιζε ένας κόσμος γύρω του. «Πού πάμε;». Εκτός από τους καθηλωμένους υπερδεξιούς υπήρχαν οι ευπροσάρμοστοι, που ομαλά πήγαν με τον «εθνάρχη» το ’74, με τον Αντρέα το ’80, με τον εκάστοτε ελαύνοντα.

Μου εξήψε την περιέργεια. Κάτι του είπαν στην παρέα και τον φούντωσαν. Δεν ταίριαζε όμως το πάθος με το κοινωνικό «σώμα» του, τη γενικά εσωστρεφή στάση του. Μια σταλιά άνθρωπος, ανέκφραστος, να κοκκινίζει έτσι! Οργή αναντίστοιχη με τους ψυχικούς μυς του!

Συχνά εκφέρεται αντίστοιχου μίσους λόγος, πρωτόγονος, αντιαριστερός, απορριπτικός, σχεδόν λόγος πολιτικού ρατσισμού. Συλλήβδην οι αριστεροί «είναι αγράμματοι, εχθροπαθείς, τεμπέληδες, ανίκανοι», επομένως «δεν έχουν δικαίωμα να μιλούν, να γράφουν, να εκφράζονται, να σχολιάζουν. Πρέπει να σκάσουν».

Μπορεί και η Αριστερά να εκκοσμικεύτηκε «περισσότερο του επιτρεπτού», να εγκατέλειψε τον ασκητικό χαρακτήρα που την κατέτασσε σε ένα σεβαστό περιθώριο. Μπορεί να είναι άτσαλη, ωραιοπαθής και άκομψη, να τολμάει να οδηγεί καινούργιο αυτοκίνητο, το χειρότερο: να στέλνει το παιδί για μεταπτυχιακά στα MIT, Κέιμπριτζ, Σορβόννη, Beaux-arts.

Μια κειμενογραφική και σχολιαστική αναβίωση «ΤΕΑτζήδων» και «ΜΑΥδων» που καταλαμβάνουν θεσμικό και επικοινωνιακό χώρο. Οχι καθηλωμένων ιδεολόγων, αλλά καιροσκόπων. Ο καιρός και οι σκοπευτές του.

Το θέμα είναι να μην τους υιοθετείς, να μην τους ανάγεις σε επίσημο μέτρο και να συνομιλείς, έστω αντιπαρατιθέμενος. Αύριο, άεργοι, θα ζητούν τα ρέστα από τους εντολείς τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ