Λέγονται και ακούγονται πράγματα που αν στοιχειωδώς δεν διευκρινιστούν, ενώ η ζωή φαίνεται ότι μπορεί να συνεχίζεται κανονικά, η περπατησιά όλων μας γίνεται ακόμη περισσότερο βαριά και ασθματική. Σπάνια συνειδητοποιούμε μέσα στην καθημερινότητα ότι ένα επιπλέον άγχος μας οφείλεται σε κουβέντες που εκστομίστηκαν χάρη σε μια πολύ συγκεκριμένη αφορμή, χωρίς σκέψη και χωρίς ειρμό, χωρίς ένα υποτυπώδες αντίκρισμα στην πραγματικότητα τόσο την απτή και άμεση όσο και την άλλη, τη μη αισθητή, αλλά οικεία για όλους μας. Οσο μάλιστα πιο συγκεκριμένη η αφορμή τόσο πιο βασανιστικό το νεφελοειδές της κουβέντας που το προκάλεσε.

Τι εννοούμε ακριβώς: με τη δικαστική απόφαση για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, δυο – τρεις άμεσα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση – όχι συγγενείς των θυμάτων – είπαν ανάμεσα σε άλλα: «Επιτέλους, για να ηρεμήσουν οι ψυχές των πεθαμένων». Μπορεί να δικαιολογείται κανείς πάνω στη χαρά ή τον ενθουσιασμό του να εκφράζεται άστοχα, όταν όμως με αυτά που λέει συνδέεται μία τόσο τρομερή υπόθεση όσο η ύπαρξη και η δραστηριότητα του ναζιστικού μορφώματος με κάτι τόσο αφηρημένο και άυλο όπως είναι η έννοια της ψυχής, τότε δικαιούσαι να αντιταχθείς σθεναρά σε αυτά που λέγονται για έναν κυρίως λόγο.

Δεν γίνεται να μεταφέρεις στο «επέκεινα» την επίλυση λογαριασμών που έχουν δημιουργηθεί στο «εντεύθεν» με αποτέλεσμα να νομιμοποιείς όποιον συμβαίνει να αμφισβητεί, να λοιδορεί ή να σαρκάζει την έννοια της συνέχειας. Αν η καταδίκη των μελών της Χρυσής Αυγής είχε ληφθεί με γνώμονα την «ηρεμία των ψυχών των πεθαμένων» που της χρεώνονται, θα ήταν εξίσου διαβλητή όσο και αν είχε ληφθεί με κριτήριο την ικανοποίηση των ζωντανών είτε διατηρούσαν είτε όχι σχέσεις με τα θύματα της περιώνυμης εγκληματικής οργάνωσης. Η έννοια της δικαιοσύνης για να είναι αποτελεσματική και προπαντός για αποτρέπει η ύπαρξή της την επανάληψη ανάλογων φαινομένων χρειάζεται να συναρτάται με μία «τάξη πραγμάτων» για την οποία το αίσθημα της ικανοποίησης νεκρών και ζωντανών, χωρίς να είναι αμελητέο, δεν είναι οπωσδήποτε το πρωτεύον.

Με το αίσθημα της ικανοποίησης να κυριαρχεί, έχουμε ως αποτέλεσμα το ακριβώς αντίθετο σε σχέση με εκείνο το οποίο επιδιώκεται, αφού η ίδια η ικανοποίηση δεν είναι ποτέ άσχετη προκειμένου να υπάρξει, ή μάλλον συνδυάζεται αναπόφευκτα με μια δύναμη καθαρά υλική. Και η παραμορφωμένη αίσθηση της υλικής δύναμης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για φαινόμενα αντίστοιχα της Χρυσής Αυγής.

Οι άνθρωποι που ακούστηκαν να λένε ότι έμειναν ικανοποιημένοι με την τιμωρία των ενόχων της Χρυσής Αυγής και τον εγκλεισμό τους στη φυλακή πριν την απόφαση του Εφετείου γιατί έτσι «θα ηρεμήσουν οι ψυχές των πεθαμένων» μοιάζει ασύνειδα τουλάχιστον να παραδέχονται ότι σε περίπτωση που η ύπαρξη των ψυχών θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, η τιμωρία θα ήταν δυνατόν να έχει υπάρξει λιγότερο βαριά. Χρειάζεται να κατανοήσουμε όλοι μας ότι συχνά επιχειρηματολογώντας για μια υπόθεση – όσο κι αν έχει να κάνει με μια τάξη δικαίου τόσο ανθρώπινη όσο και θεία – η έννοια της τιμωρίας που κατά κύριο λόγο τη συνιστά, δεν έχει ποτέ μεταφυσικό χαρακτήρα.