Ακατονόμαστος ή μήπως ακατανόμαστος, όπως συνηθίζουν πολλοί να λένε και να γράφουν;

Η ετυμολογική μελέτη του εν λόγω επιθέτου θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε ποια είναι η ορθή και ποια η λανθασμένη μορφή του, ποιο είναι το λάθος που πρέπει να αποφεύγουμε και γιατί.

Το επίθετο ακατονόμαστος είναι μια σύνθετη λέξη, που παράγεται από το στερητικό α-, την πρόθεση κατά και το επίθετο ονομαστός: α + κατά + ονομαστός.

Αυτό που πρέπει προπάντων να γνωρίζουμε είναι ότι η πρόθεση κατά, ως πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας και της νέας ελληνικής, εμφανίζεται ως κατα- προ συμφώνου (π.χ., καταδιώκω), ως κατ- προ φωνήεντος (π.χ., καταγγέλλω) και ως καθ- προ δασυνόμενου φωνήεντος (π.χ., καθέδρα).

Εν προκειμένω, η λέξη που ακολουθεί την πρόθεση κατά και συντίθεται μαζί της (δηλαδή, το επίθετο ονομαστός) αρχίζει από φωνήεν. Αυτό σημαίνει ότι η πρόθεση κατά πρέπει να εμφανιστεί μέσα στη σύνθετη λέξη που εξετάζουμε ως κατ- και όχι ολόκληρη.

Επομένως, η ορθή μορφή του επιθέτου είναι ακατονόμαστος (α + κατ- + ονομαστός) και όχι ακατανόμαστος (α + κατα- + ονομαστός), όπως κακώς αναφέρεται πλείστες όσες φορές, προφανώς υπό την επίδραση πολλών άλλων σύνθετων επιθέτων με πρώτο συνθετικό το κατα-: ακατάβλητος, ακατάδεκτος, ακαταμάχητος, ακατάλυτος, ακαταλόγιστος, ακατάπαυστος, ακαταπόνητος κ.ά.

Σε ό,τι αφορά το σημασιολογικό πεδίο της λέξης, ακατονόμαστος είναι ο μη κατονομαζόμενος, αυτός που δεν είναι επιτρεπτό να τον ονοματίσουμε, αυτός που δεν μπορούμε να τον αναφέρουμε ονομαστικά, να πούμε ή να αποκαλύψουμε το όνομά του, λόγω αιδημοσύνης, σεμνότητας, συστολής ή ευπρέπειας.

Κατ’ επέκταση, ακατονόμαστος είναι ο απρεπής, ο αισχρός, ο επαίσχυντος, ο επονείδιστος, ο αχαρακτήριστος, ο αποκρουστικός:

ακατονόμαστα όργια, ακατονόμαστες ύβρεις, ακατονόμαστες πράξεις, ακατονόμαστο έγκλημα, ακατονόμαστες ορέξεις, ακατονόμαστο υβρεολόγιο, ακατονόμαστα μαρτύρια, ακατονόμαστη φρικαλεότητα.