«Τα μακρινά ταξίδια των προηγούμενων δεκαετιών τού χάρισαν πολύτιμες εμπειρίες και τον έκαναν πιο σοφό», «Η εμπειρία της γέννησης του παιδιού μας ήταν συγκλονιστική και ανεπανάληπτη», «Η πρόσφατη συνεργασία μου με τον καθηγητή ήταν μια υπέροχη εμπειρία, καθώς μου έδωσε τη δυνατότητα να τον γνωρίσω καλύτερα όχι μόνον ως επιστήμονα αλλά και ως άνθρωπο», «Οι εμπειρίες από τη θητεία του στο στρατό ήταν ως επί το πλείστον ευχάριστες».

Η εμπειρία, όπως φανερώνουν τα προαναφερθέντα παραδείγματα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σημαντικό προσωπικό βίωμα, που καταγράφεται ως ένα ξεχωριστό γεγονός και χαράσσεται βαθιά στη σκέψη.

Το ουσιαστικό εμπειρία, ως επιμέρους έννοια, έχει πληθυντικό αριθμό (πολλές φορές κάνουμε λόγο για εμπειρίες), σε αντίθεση με το ουσιαστικό πείρα, που δεν απαντά στον πληθυντικό, καθώς είναι γενική – περιληπτική έννοια.

Η πείρα δηλώνει τη γνώση που αποκτάται σταδιακά από πολλές εμπειρίες ή και το σύνολο των εμπειριών στη ζωή ενός ανθρώπου. Με άλλα λόγια, αποτελεί τη συσσωρευμένη γνώση ενός προσώπου, τη σύνθεση και το καταστάλαγμα των επιμέρους εμπειριών του. Ιδού τα σχετικά παραδείγματα: «Έχω πικρή πείρα από τη συμπεριφορά του ως προϊσταμένου στην εταιρεία», «Οι συνάδελφοί του θεωρούν ότι έχει μακρά πείρα, που του επιτρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση της επιχείρησης», «Στην αγγελία που διάβασα αναφέρεται ότι απαιτείται μεταφραστική πείρα τουλάχιστον δύο ετών», «Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι διαθέτει μεγαλύτερη διδακτική πείρα από τους δύο αυτούς καθηγητές;»

Βάσει των ανωτέρω, έμπειρος ή πεπειραμένος είναι εκείνος που γνωρίζει εκ πείρας, που κατέχει σαφή γνώση ενός πράγματος, που μπορεί να μιλά εκ πείρας, καθώς διαθέτει σχετικές προσωπικές εμπειρίες – βιώματα.