«Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη», οι στίχοι του ποιήματος «Αγάπη» του Κώστα Καρυωτάκη, του μελαγχολικού και καυστικού ποιητή που άνοιξε την «αυλαία» της αστικής ποίησης και τοποθέτησε το «σπέρμα» της ατομικότητας στους κόλπους της νεωτερικότητας. Ο ποιητής του πόνου και της ήττας, ο άνθρωπος που ξεπέρασε την ποίηση της εποχής του, η αντισυμβατική και αινιγματική φυσιογνωμία που με σατιρικό ύφος αποτύπωνε το μετέωρο σκηνικό της εποχής του, σαν σήμερα αυτοκτόνησε. Το απόγευμα της 21ης Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα.
Τα αίτια της αυτοκτονίας του εντάσσονται σε ένα αμφίβολο πλαίσιο. Η επικρατούσα άποψη θέλει τον Καρυωτάκη να κόβει το νήμα της ζωής του λόγω της πίεσης που ένιωθε για τη μετάθεσή του στην Πρέβεζα. Υπάρχουν, όμως, και οι απόψεις εκείνες σύμφωνα με τις οποίες ο ποιητής έδωσε τέλος στη ζωή του γιατί δεν ήθελε να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όσους βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της σύφιλης την εποχή εκείνη.

Παράλληλα, άλλες πηγές θέλουν το Καρυωτάκη να κάνει περιστασιακά χρήση οπίου, επηρεασμένος από τους καταραμένους ποιητές, ενώ λόγω των σχέσεών του με γυναίκες ελευθέρων ηθών και σε συνδυασμό με το συνδικαλιστικό του πνεύμα,λέγεται ότι δεχόταν εκβιασμούς από την Ασφάλεια. Από την άλλη πλευρά, αναληθείς φήμες ισχυρίζονται πως οι ομοφυλοφιλικές του σχέσεις ευθύνονταν για τους εκβιασμούς.

Ο Κώστας Καρυωτάκης δημιουργούσε με γνώμονα την κριτική ματιά, τη σφαιρικότητα και την οξυδέρκεια. Δεν άφηνε τον εαυτό του να «πλέει» σε συμβατικά ύδατα, αλλά με επικριτικό «γονίδιο» και χιουμοριστικό πνεύμα χάραξε τα θεμέλια της ενδοσκοπικής ματιάς. Χωρίς να «πνίγει» τη γραφή του με τη «θηλιά» του συνηθισμένου προέταξε τη σύγχρονη οπτική στην ποίηση.

Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες, ενώ μέχρι σήμερα έχουν απήχηση σε ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα και στα σχολεία. Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του είναι η «Μικρή ασυμφωνία σε Α μείζον», που βασικό μοτίβο του είναι ειρωνεία, ενώ παράλληλα σκιαγραφεί τη διάθεση και τον χαρακτήρα του ποιητή.

Μεταξύ των μελοποιημένων ποιημάτων του, τα «Ανδρείκελα», «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος», «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», «Σάββατο βράδυ», «Στο άγαλμα της Ελευθερίας» και πολλά άλλα.

Ο Καρυωτάκης έζησε (1896 – 1928) σε μια από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, καθώς δύο μεγάλες εθνικές τραγωδίες έλαβαν χώρα στο διάστημα εκείνο. Αφενός το 1897 με την πρώτη συντριπτική ήττα της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας και αφετέρου τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 που σηματοδότησε τον «πνιγμό» των ελληνικών ονείρων στο λιμάνι της Σμύρνης.

Ο ποιητής συμβάδιζε με την πίεση της εποχής του, παρακολουθούσε τις εξελίξεις και μετέφερε τη μετέωρη υφή της κοινωνίας στο χαρτί.

Το 1917 απέκτησε το πτυχίο της Νομικής Σχολής Αθηνών, ενώ επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Η έλλειψη πελατείας, όμως, τον έβαλε στη δημοσιοϋπαλληλική αναζήτηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων», δημοσιεύτηκε το 1919 ενώ το ίδιο έτος εξέδωσε το περιοδικό «Η Γάμπα», που βρέθηκε στο στόχαστρο της κριτικής και τελικά απαγορεύτηκε.

Εκτός από την αυτοκτονία του, σε αινιγματικό πλαίσιο εντάσσεται και η σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Σύμφωνα με ορισμένους,έτρεφε βαθιά συναισθήματα για τον Καρυωτάκη τα οποία όμως εκείνος δεν ανταπέδιδε, ενώ άλλοι ισχυρίζονταν πως την αγαπούσε και τη θαύμαζε.

Ο Καρυωτάκης εκτός από επικριτική είχε και προοδευτική ματιά. Καυστικός απέναντι στη νωθρότητα και στην αδράνεια, εκτόξευε πυρά ενάντια στην ευθυνοφοβία, αλλά και σε ομοειδείς του.

Δεν έθετε «τείχος» αποστασιοποίησης μεταξύ της τραγωδίας και του ανθρώπινου λάθους, ενώ διεύρυνε τον κοινωνικό ρόλο του ποιητή. Κινούμενος σε μεταρρυθμιστικό «κλοιό» δημιουργούσε με σύγχρονη γλώσσα, χωρίς να κάνει χρήση της αποστεωμένης καθαρεύουσας, ενώ η απογοήτευση, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός, η κοινωνική κριτική και η ποίηση ως καταφύγιο, είναι βασικά γνωρίσματα των έργων του.

Για πολλούς ήταν, εκτός από μια προοδευτική φυσιογνωμία, και ένας πνευματώδης φαρσέρ. Χαμογελούσε συχνά με το χαμόγελο του να φανερώνει μια πικρία και το συναίσθημα του πόνου να είναι συχνός «επισκέπτης» της ψυχοσύνθεσής του.

Ο Καρυωτάκης είναι και θα είναι επίκαιρος και προφητικός. Καταφέρνει να ξεπερνά την ποίηση της δεκαετίας του ’20 και να αγγίζει μετέπειτα δεκαετίες. Η τελευταία συλλογή του, «Ελεγεία και Σάτιρες», φανερώνει το ανήσυχο και επαναστατικό του πνεύμα.

Ελισάβετ Σταμοπούλου