Έρωτας, πάθος και ένταση. Χορεύοντας στης ζωής το ρυθμό, περνώντας από τις «λακκούβες» της ανέχειας, διασχίζοντας το δρόμο της εξέλιξης και φτάνοντας στο σήμερα, 14 κορυφαίοι χορευτές ταγκό ξεδίπλωσαν έναν έντονο σωματικό ερωτισμό στο Badminton στις 25 και 26 Μαρτίου.

Το «Forever Tango», η μακροβιότερη παραγωγή ταγκό στην ιστορία του Broadway, επέστρεψε στην Ελλάδα και «αέρας» Αργεντινής φύσηξε στο Badminton με τη σκηνοθετική «υπογραφή» του πολυβραβευμένου Λουί Μπράβο, ενός από τους κορυφαίους τσελίστες στον κόσμο.

Η παράσταση είναι στην ουσία μια συναρπαστική ιστορία που αφηγείται τον «μαραθώνιο» του ταγκό από τις φτωχές γειτονιές του Μπουένος Άιρες ως τη διεθνή καταξίωση.

Κυριάρχησαν το πάθος, ο έρωτας, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις, η απόρριψη και το ρομαντικό παιχνίδι που «χρωματίζεται» ρομαντικά, αλλά και σύγχρονα.

Οι κινήσεις των χορευτών δεν «έσπασαν» τον «γόρδιο» δεσμό τους με το συναίσθημα, μια που το ταγκό είναι ένας χορός με βασικό πυλώνα του το πάθος.

Οι χορογραφίες κινούμενες άλλοτε στις κλασσικές «επιταγές» και άλλοτε στις πιο σύγχρονες αναδείκνυαν ένα πεδίο έλξης που «τραβά» επώδυνα, παθιασμένα, και γαλήνια σωματίδια.

Η αργεντίνικη χορευτική ομάδα θύμιζε κάτι από 19ο, αλλά και από 21ο αιώνα. Μετέφερε το κοινό σε έναν αναγεννησιακό ρομαντισμό, αλλά και στα ερωτικά «παιχνίδια» του σήμερα.

Το στιλ και η εποχή διαφοροποιούνταν από χορό σε χορό. Οι ρυθμοί των χορευτών και οι κινήσεις τους δεν «άγγιζαν» ποτέ το μέσο. Άλλοτε γρήγορες και άλλοτε αργές, ενώ η ποικιλία των κοστουμιών ενίσχυε την συναισθηματική «πανδαισία».

Η πλαστικότητα στην κίνηση κυριαρχούσε στις πιο γρήγορες χορογραφίες με τα πόδια να εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά καρέ, και τα χέρια ενέτειναν το ερωτικό στοιχείο με το αέρινο ύφος να πρωτοστατεί.

Οι πιο αργές χορογραφίες έχαναν ορισμένες φορές «έδαφος». Η σπιρτάδα της κίνησης του ταγκό έλλειπε και δεν υπήρχε το περιθώριο για ευρηματικότητα.

Οι χορογραφίες που ξεχώρισαν, ταξίδεψαν το κοινό στη συγκίνηση, το πάθος και «πάντρεψαν» την πρωτοτυπία με το κλασσικό ταγκό ήταν εκείνες λίγο πριν πέσει η αυλαία.

Η χορευτική και συναισθηματική δύναμη του ταγκό αναδύθηκε, οι αέρινες κινήσεις των χεριών δεν έχαναν τον ρυθμό τους και τα σώματα απομακρύνονταν και ενώνονταν με ομαλό και φυσικό τρόπο χωρίς να χάνεται η μαγεία.

Εκτός από την έλξη, τη συγκίνηση και το πάθος ιδιαίτερα έντονη ήταν και η παρουσία της ορχήστρας στην παράσταση. Ορισμένες φορές «δρούσε» μόνη της επί σκηνής, απουσία χορευτών, το θέαμα, όμως, δεν ήταν ελλιπές.

Η μουσική θύμιζε 19ο αιώνα, άλλοτε κάτι επαναστατικό και άλλοτε κάτι άκρως ερωτικό. Ξεχώρισαν το βιολί και το πιάνο, που ενέτειναν το ρομαντικό στοιχείο και «έδεναν» απόλυτα αρμονικά με τις χορογραφίες.

Οι μελωδίες εκτός από κλασσικό, είχαν και «άρωμα» Πιατσόλα, ενός σημαντικού αργεντίνου συνθέτη του ταγκό, που έφερε την επανάσταση στο παραδοσιακό με «χρώματα» τζαζ.

Το ασύνδετο, ίσως, κομμάτι της παράστασης ήταν η εμφάνιση τραγουδίστριας που ναι μεν ενέτασσε το κοινό στο αργεντίνικο κλίμα με την λίγο βραχνή, εξωτική φωνή της, ξέφευγε, όμως, από αρμονικό concept του ταγκό.
Η παράσταση θα μπορούσε να πει κανείς πως λειτουργεί και ως καλειδοσκόπιο. Καλειδοσκόπιο των ανθρώπινων σχέσεων και της ιστορίας της Αργεντινής. Πόνος, έλλειψη, ευτυχία, έρωτας και λίγο κωμωδία είναι παρόντα στο ταγκό της «ζωής».

Ελισάβετ Σταμοπούλου