2. Αγχος Αποχωρισμού
2. Αγχος Αποχωρισμού
Το άγχος του αποχωρισμού εκδηλώνεται φυσιολογικά από τον έβδομο μήνα έως το
δεύτερο χρόνο της ζωής του παιδιού και παραπέμπει στο φόβο ότι θα απολέσει τη
φροντίδα και την προστασία που του παρέχεται, συνήθως από τη μητέρα. Η εμφάνιση
του άγχους αποχωρισμού αποτελεί ένα βασικό στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, που
σηματοδοτεί την αναγνώριση των προσώπων και τη δυνατότητα σύναψης σχέσεων μαζί
τους. Θεωρείται διαταραχή, όταν οι αντιδράσεις του παιδιού κατά τον αποχωρισμό
ή απλώς στην απειλή του είναι ακραίες, πέρα από ό,τι αναμένεται σύμφωνα με το
αναπτυξιακό του επίπεδο. Αποτελεί τη συχνότερη αγχώδη διαταραχή από εκείνες
που πρωτοεμφανίζονται στην παιδική ηλικία και εκτιμάται ότι πλήττει το 4% των
ανηλίκων, συμπεριλαμβανομένων και των εφήβων. Εκτός από τις κλινικές εκδηλώσεις
στην παιδική ηλικία, το άγχος αποχωρισμού σε καθαρή ή καλυμμένη μορφή μπορεί
να παρατείνεται και στην ενήλικη ζωή.
Κλινικές εκδηλώσεις του άγχους αποχωρισμού
Η προσκόλληση γίνεται φανερή σε όλες τις ενέργειες του παιδιού που δείχνουν
την έντονη επιθυμία να είναι κοντά στη μητέρα, καθώς επίσης και την έντονη δυσφορία
στον αποχωρισμό από αυτή. Το βρέφος ηρεμεί όταν η μητέρα το παίρνει αγκαλιά,
της χαμογελά, καταφεύγει σε αυτήν για προστασία όταν νιώθει ότι κινδυνεύει,
την ακολουθεί στις μετακινήσεις της μέσα στο σπίτι, επιδιώκει να διατηρεί μαζί
της σωματική ή οπτική επαφή. Από την ανάγκη της άμεσης σωματικής επαφής και
της φυσικής εγγύτητας σιγά σιγά το παιδί θα αισθανθεί την ανάγκη να το προσέξει,
να το επιδοκιμάσει και να το επιβραβεύσει η μητέρα. Αργότερα, εκείνη θα πάψει
να είναι το μοναδικό πρόσωπο προσκόλλησης και θα προστεθούν άτομα του οικογενειακού
ή κοινωνικού περιβάλλοντος, με τα οποία το παιδί διατηρεί μια σταθερή σχέση.
Το άγχος αποχωρισμού εκφράζεται όταν το βρέφος βλέπει τη μητέρα του να απομακρύνεται,
να φεύγει από το δωμάτιο και να το αφήνει μόνο του, ενώ εκείνο δεν μπορεί να
ακολουθήσει. Εκδηλώνει, τότε, έντονη δυσφορία: κλαίει, φωνάζει, κινείται προς
την πόρτα και προσπαθεί να την ανοίξει, την κλωτσά, πετά αντικείμενα και παιχνίδια.
Ύστερα από λίγο εγκαταλείπει την προσπάθεια και δείχνει εντελώς απελπισμένο.
Το κλάμα και οι απελπισμένες εκφράσεις μπορεί να συνεχίζονται για αρκετό χρονικό
διάστημα. Αυτό το στάδιο ψυχοκοινωνικής εξέλιξης κορυφώνεται μεταξύ του 13ου
και του 24ου μήνα. Μετά την ηλικία αυτή αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί. Το άγχος
αποχωρισμού που επιμένει σε μεγαλύτερες ηλικίες μπορεί να συνυπάρχει με διαταραχές
ύπνου και σχολική φοβία. Ένα μεγάλο ποσοστό (60%) των παιδιών ηλικίας μικρότερης
των πέντε ετών χρειάζονται περισσότερο από 30 λεπτά για να αποκοιμηθούν. Για
τον Anders τα ποσοστά αϋπνίας ανέρχονται σε 25-50% για παιδιά ηλικίας δύο έως
τεσσάρων ετών. Το "να πάει να κοιμηθεί" σημαίνει για το παιδί να μείνει
μόνο του, να αποχωριστεί τη μητέρα του και να βρεθεί στο σκοτάδι με μόνη συντροφιά
τις φαντασιώσεις του. Εκλύεται έτσι το άγχος αποχωρισμού που καθυστερεί την
επέλευση του ύπνου. Για να αντιμετωπιστεί και να αφεθεί το παιδί στον ύπνο,
έχει ανάγκη από ένα "μεταβατικό χώρο" που αντιπροσωπεύει τη μητέρα
όταν εκείνη απουσιάζει. Η διευθέτηση ενός οικείου χώρου με αγαπημένα αντικείμενα,
το πιπίλισμα του δακτύλου ή η επανάληψη με ψυχαναγκαστικό τρόπο ορισμένων κινήσεων
και τελετουργιών κάθε βράδυ πριν από τον ύπνο αποτελούν αμυντικούς μηχανισμούς,
που σκοπό έχουν τη μείωση του άγχους αποχωρισμού.
Με τον όρο "σχολική φοβία" περιγράφεται ο παράλογος φόβος του παιδιού
να πάει σχολείο. Έτσι, ενώ λέει ότι φοβάται να πάει σχολείο, δεν ξέρει το λόγο.
Συχνά δίνει λογικοφανείς εξηγήσεις, όπως η άσχημη συμπεριφορά ενός δασκάλου
απέναντί του, ότι το κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά, ότι αδικήθηκε για κάποιο λόγο
κ.λπ. Σωματικά συμπτώματα όπως εμετοί, διάρροια, ταχυκαρδία, πονοκέφαλοι, κοιλιακοί
πόνοι, αποτελούν τις αιτίες τις οποίες το παιδί προβάλλει για να μην πάει σχολείο.
Τα συμπτώματα επιδεινώνονται όταν πλησιάζει η ώρα του σχολείου, ενώ δεν υπάρχουν
τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Ακόμη και αν καταφέρει το παιδί να πάει σχολείο,
φαίνεται αξιολύπητο, φοβισμένο, παραπονείται στο δάσκαλο και με την παραμικρή
ευκαιρία ζητά να γυρίσει σπίτι.
Η σχολική φοβία στην ήπια ή τη βαρύτερη μορφή της παρουσιάζεται στο 2-3% του
σχολικού πληθυσμού. Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν σχολική φοβία στο 5% των μαθητών
δημοτικού και 2% των μαθητών γυμνασίου. Η σχολική φοβία μπορεί να εκδηλωθεί
σε οποιαδήποτε ηλικία. Κυρίως όμως συμβαίνει στην είσοδο στο σχολείο ή σε περιόδους
σχολικής αλλαγής. Περισσότερο πλήττονται τα παιδιά ηλικίας 5, 11, 14-15 ετών.
Όσο αργότερα ξεκινά η σχολική φοβία τόσο βαρύτερη είναι η μορφή της. Η φοβία
όταν το παιδί πάει για πρώτη φορά σχολείο είναι συνδεδεμένη με το άγχος αποχωρισμού.
Εκφράζει τη δυσκολία του να αφήσει τη μητέρα του και να βρεθεί σε ένα νέο περιβάλλον
με άγνωστα πρόσωπα.
Η διάγνωση δικαιολογείται μόνο όταν ο αποχωρισμός αποτελεί τα επίκεντρο του
άγχους και εμφανίζεται με ασυνήθιστη βαρύτητα για την ηλικία του παιδιού ή εμμένει
πέρα από τη συνήθη ηλικία και προκαλεί προβλήματα κοινωνικής λειτουργικότητας.
Η σχολική φοβία που προκαλείται από το άγχος αποχωρισμού έχει καλή πρόγνωση,
καθώς το παιδί συνδέεται σταδιακά συναισθηματικά με το διδακτικό προσωπικό και
η φοβία υποχωρεί. Αν η φοβία επιμείνει, γεγονός που σημαίνει ότι το παιδί πραγματικά
δεν έχει δυνατότητα να λειτουργήσει αυτόνομα, είναι πιθανή η ύπαρξη μιας σοβαρής
παθολογίας του παιδιού.
Το άγχος αποχωρισμού στην παιδική ηλικία
Το άγχος αποχωρισμού παρατηρείται από το δεύτερο χρόνο της ζωής, αλλά μπορεί
να εμφανιστεί και αργότερα ως απάντηση σε αποχωρισμό ή απώλεια (θάνατος συγγενούς,
κατοικίδιου ζώου, νοσηλεία παιδιού ή γονέα, αλλαγή σχολείου, μετακόμιση) ή και
χωρίς να υπάρχει εκλυτική αιτία. Θεωρείται παθολογικό, όταν οι αντιδράσεις του
παιδιού είναι ακραίες πέρα από το αναμενόμενο για την ηλικία του επίπεδο. Τα
παιδιά ανησυχούν για τους γονείς τους -κυρίως τη μητέρα τους- μήπως φύγουν,
μήπως χαθούν ή αν είναι καλά στην υγεία τους. Πρόκειται για μη πραγματικές ανησυχίες
ότι θα προξενηθεί κακό στον εαυτό ή στους γονείς του κατά την περίοδο του χωρισμού.
Παρατηρούνται επίσης αντίσταση του παιδιού να πάει να κοιμηθεί μόνο του ή να
κοιμηθεί έξω από το σπίτι, αποφυγή να μείνει μόνο του, επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες
με θέματα χωρισμού, σχολική άρνηση, σωματικά συμπτώματα και σημάδια απελπισίας
πριν ή την ώρα του χωρισμού.
Το περιεχόμενο του άγχους αποχωρισμού ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Έτσι,
τα μικρότερα παιδιά (4-8 ετών) αναφέρουν μη ρεαλιστικές ανησυχίες ότι θα συμβεί
κάτι κακό στα πρόσωπα προσκόλλησης. Παρουσιάζουν συχνούς εφιάλτες και σχολική
άρνηση. Τα παιδιά 9-12 ετών εκδηλώνουν υπερβολική απελπισία κατά την περίοδο
του χωρισμού και σωματικά συμπτώματα, συχνότερα των οποίων είναι οι κοιλιακοί
πόνοι, οι πονοκέφαλοι και οι ταχυκαρδίες. Οι έφηβοι παρουσιάζουν σχολική άρνηση,
σωματική συμπτωματολογία και καταθλιπτικό συναίσθημα. Οι φόβοι που εκφράζονται
από παιδιά με άγχος αποχωρισμού είναι διαφορετικοί από εκείνους που αναφέρονται
από παιδιά με άλλες αγχώδεις διαταραχές. Φοβούνται ότι θα χαθούν, θα εγκαταλειφθούν,
θα συμβεί η καταστροφή του κόσμου. Αναφέρουν επίσης φοβίες μικροβίων, αρρώστιας
και τσιμπήματος από έντομα. Αντίθετα, τα υπεραγχώδη παιδιά έχουν κοινωνικές
ανησυχίες (αν θα τα κριτικάρουν, αν θα κάνουν λάθη, αν θα τα κοροϊδέψουν). Το
άγχος αποχωρισμού είναι η συχνότερη μορφή άγχους της παιδικής ηλικίας.
health.in.gr
- Πώς δρούσε το κύκλωμα που εκμεταλλευόταν ανήλικους αλλοδαπούς για να πουλάνε λαθραία τσιγάρα – 11 συλλήψεις
- Γαλλία: Drones εθεάθησαν πάνω από τη βάση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στην Μπρεστ
- Ο αθέατος πόλεμος μεταξύ των διαιτητών
- Ποιοι τουρίστες επιλέγουν την Αθήνα – Οι δύο σημαντικότερες αγορές
- Συμφωνία Meta-εκδοτών για ενημέρωση μέσω ΑΙ – Αγωγή των NY Times κατά της Perplexity
- ΣΥΡΙΖΑ: Πού πάνε τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης; – Διαφήμιση 828.000€ για σιδηροδρομικά που δεν έγιναν
