Νέα Υόρκη: Τα μισά άτομα 70 ετών και άνω υποφέρουν από κάποια μορφή χρόνιου πόνου, με τις γυναίκες και τα παχύσαρκα άτομα να είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι, σύμφωνα με νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Geriatrics Society.

Ο χρόνιος πόνος ορίζεται ως ο πόνος που εμμένει για τρεις μήνες ή περισσότερο και είναι γνωστό ότι είναι ιδιαιτέρως συχνός μεταξύ των ηλικιωμένων.

Ο Δρ Ρίτσαρντ Λιπτον και οι συνεργάτες του στο Κολέγιο Ιατρικής «Αλμπερτ Αϊνστάιν» της Νέας Υόρκης εξηγούν ότι η παχυσαρκία εξελίσσεται σε έντονο πρόβλημα των ηλικιωμένων, όπως επίσης και ο ρόλος των παθήσεων που μπορεί να επηρεάζουν τόσο τον χρόνιο πόνο όσο και την παχυσαρκία, όπως τα προβλήματα ψυχικής υγείας.

Ο Δρ Λίπτον μελέτησε 840 γυναίκες και άνδρες που είχαν πάρει μέρος στην έρευνα Einstein Aging Study, μια διαρκή μελέτη ατόμων 70 ετών και άνω που ζουν στην περιοχή του Μπρονξ.

Συνολικά, το 52% των συμμετεχόντων είχε κάποια μορφή χρόνιου πόνου, περιλαμβανομένου και του 40% των ανδρών και του 59% των γυναικών. Τα άτομα με χρόνιο πόνο είχαν διπλάσιο κίνδυνο να έχουν συμπτώματα κατάθλιψης ή άγχους, συγκριτικά με τα άτομα που ήταν ελεύθερα πόνου.

Ο χρόνιος πόνος ήταν δύο φορές συχνότερος μεταξύ των παχύσαρκων ατόμων, συγκριτικά με τα άτομα φυσιολογικού σωματικού βάρους και τέσσερις φορές συχνότερος μεταξύ των ατόμων με σοβαρό πρόβλημα παχυσαρκίας.

Τα παχύσαρκα άτομα ήταν πιθανότερο να βιώνουν πόνο κυριολεκτικά σε κάθε σημείο του σώματός τους συγκριτικά με τα άτομα με κανονικό βάρος, περιλαμβανομένου του κρανίου, του αυχένα ή του ώμου, της πλάτης, των ποδιών ή των πατούσων, της κοιλιάς ή της πυέλου.

Ακόμη και όταν οι ερευνητές συνυπολόγισαν την κατάθλιψη, το άγχος, την υπέρταση και τον διαβήτη, όπως επίσης και την ηλικία, το γένος και το μορφωτικό επίπεδο, η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και χρόνιου πόνου εξακολουθούσε να είναι ισχυρή.

Η παχυσαρκία μπορεί να συντελεί στον χρόνιο πόνο προσθέτοντας στρες στις αρθρώσεις. Επιπρόσθετα, η παχυσαρκία προάγει την φλεγμονή, η οποία μπορεί να είναι ένας συνεισφέρων παράγοντας.

health.in.gr