Θεσσαλονίκη: Ένα στα εκατό άτομα ηλικίας 60 έως 70 ετών πάσχει από τρομώδη παράλυση ή νόσο του Πάρκινσον, όπως είναι ευρύτατα γνωστή, ενώ το 10% των ασθενών παρουσιάζουν συμπτώματα πριν από την ηλικία των 40 χρόνων (νεανικός παρκινσονισμός).

Ο επιπολασμός της νόσου κυμαίνεται από 100-200 ανά 100.000 πληθυσμού, με την αύξηση όμως του χρόνου επιβίωσης αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των παρκινσονικών ασθενών.

Αυτό τονίζεται σε ανακοίνωση της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρείας με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας της Νόσου του Πάρκινσον, όπως έχει οριστεί η 11η Απριλίου και της ανοικτής επιστημονικής εκδήλωσης, που θα πραγματοποιηθεί αύριο Παρασκευή το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.

H νόσος του Πάρκινσον είναι μία συχνή, εξελισσόμενη εκφυλιστική πάθηση του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Πήρε το όνομα της από τον Aγγλο γιατρό James Parkinson (1755-1824), που πρώτος περιέγραψε τα συμπτώματα της νόσου το 1817.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σήμερα συγκεκριμένες επιδημιολογικές μελέτες για τη συχνότητα της νόσου. Για το σκοπό αυτό η Ελληνική Νευρολογική Εταιρεία διενεργεί μέσω του κλάδου κινητικών διαταραχών, σε συνεργασία με 22 νοσοκομειακά κέντρα, μία ευρείας κλίμακας πανελλαδική μελέτη καταγραφής ασθενών που πάσχουν από τη νόσο Πάρκινσον και της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνουν. Έτσι θα είναι σύντομα σε θέση να δώσει αξιόπιστες πληροφορίες για το μεγάλο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα της νόσου στην Ελλάδα.

Η νόσος του Πάρκινσον οφείλεται σε εκφύλιση μιας περιοχής του εγκεφάλου, που λέγεται μέλαινα ουσία. Η μέλαινα ουσία τροφοδοτεί με ντοπαμίνη το ραβδωτό σώμα, που αποτελεί ένα από τα ρυθμιστικά κέντρα των κινήσεων του εγκεφάλου. Αποτέλεσμα της εκφύλισης της μέλαινας ουσίας είναι η μείωση της ντοπαμίνης στο ραβδωτό σώμα. Εκτός όμως της ντοπαμίνης και άλλοι νευροδιαβιβαστές, δηλαδή ουσίες που μεταφέρουν τα ερεθίσματα από το ένα κύτταρο στο άλλο, ελαττώνονται στη νόσο. Δεν είναι όμως γνωστά τα αίτια της εκφύλισης της μέλαινας ουσίας.

Οι κληρονομικές μορφές της νόσου είναι σπάνιες (10-15% των ασθενών). Μέχρι σήμερα έχουν χαρτογραφηθεί 11 γονιδιακοί τόποι και έχουν βρεθεί έξι γονίδια υπεύθυνα για την εμφάνιση νόσου του Πάρκινσον. Η παθογένεια των σποραδικών περιπτώσεων της νόσου, που αποτελούν και το μεγάλο ποσοστό των ασθενών, πιστεύεται ότι είναι πολυπαραγοντική, δηλαδή υπάρχει κάποια γενετική προδιάθεση που εκδηλώνεται ύστερα από επίδραση βλαπτικών παραγόντων του περιβάλλοντος.

Η νόσος χαρακτηρίζεται από κινητικά συμπτώματα, όπως τρόμος (τρεμούλα) στην ηρεμία, δυσκαμψία των μυών, βραδύτητα στις κινήσεις και διαταραχές ισορροπίας (αστάθεια).Ο τρόμος ηρεμίας εμφανίζεται στο 70% των ασθενών, επιτείνεται με το στρες ή την κούραση και υποχωρεί στον ύπνο. Το σύμπτωμα που προκαλεί τη μεγαλύτερη αναπηρία είναι η βραδυκινησία. Οι κινήσεις του ασθενούς είναι αργές, περιορισμένες και μικρού εύρους. Λόγω της βραδυκινησίας το πρόσωπο γίνεται ανέκφραστο, η φωνή έχει χαμηλή ένταση και χάνεται η επιδεξιότητα στις λεπτές κινήσεις. Η στάση του σώματος αλλάζει. Το κεφάλι και το σώμα παίρνουν μία κλίση προς τα εμπρός, τα χέρια είναι σε κάμψη και δεν αιωρούνται στη βάδιση. Τα βήματα είναι αργά, μικρά, συρτά και κολλημένα στο έδαφος. Η διαταραχή ισορροπίας, που οδηγεί σε πτώσεις, εκδηλώνεται στα προχωρημένα στάδια της νόσου.

Εκτός από τα κινητικά συμπτώματα οι παρκινσονικοί ασθενείς εμφανίζουν και αρκετά μη κινητικά συμπτώματα, όπως οσφρητικές διαταραχές, διαταραχές από το αυτόνομο νευρικό σύστημα (δυσκοιλιότητα, διαταραχές ούρησης), κατάθλιψη (40-60% των ασθενών), διαταραχές του ύπνου και έκπτωση γνωστικών λειτουργιών που κυμαίνεται από ελαφρά διαταραχή στην οπτική αντίληψη του χώρου μέχρι άνοια.

Η διάγνωση της νόσου είναι κλινική. Τα συμπτώματα και σημεία μπορούν να εκτιμηθούν μόνο από ειδικό νευρολόγο. Οι ασθενείς υποβάλλονται σε αξονική ή μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου προκειμένου να αποκλεισθούν άλλα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν παρκινσονισμό (όγκος, αγγειακό επεισόδιο).

Εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως η ποζιτρονική τομογραφία του εγκεφάλου (PET) και η τομογραφία εκπομπής μονήρους φωτονίου (SPECT), δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για το έλλειμμα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Ειδικότερα το SPECT με ραδιοσεσημασμένες ουσίες, που δείχνει, αν η παροχή ντοπαμίνης στο ραβδωτό σώμα είναι επαρκής, χρησιμοποιείται ευρέως σε περιπτώσεις στις οποίες η διάγνωση είναι αμφίβολη.

Η πορεία της νόσου είναι αργή, αλλά εξελίσσεται προς το χειρότερο επηρεάζοντας όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής των ασθενών και την ποιότητα ζωής τους. Στα τελικά στάδια μεγάλη επιβάρυνση υφίστανται και αυτοί που φροντίζουν τους ασθενείς. Ο ρυθμός επιδείνωσης διαφέρει από άτομο σε άτομο. Σήμερα με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή βελτιώνονται τα συμπτώματα και ο ασθενής διατηρεί την ανεξαρτησία του για πολλά χρόνια.

Η σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου παραμένει αποκλειστικά συμπτωματική. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει φάρμακο που να επιβραδύνει, να διακόπτει ή ακόμα και να αναστρέφει την εκφυλιστική διεργασία, να ασκεί δηλαδή νευροπροστατευτική δράση.

Η συμπτωματική θεραπεία κατευθύνεται σε τρία επίπεδα: την φαρμακοθεραπεία, τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις και την φυσικοθεραπεία.

Η L-Dopa παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας της νόσου. Βελτιώνει όλα τα συμπτώματα της νόσου και προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής στους ασθενείς. Η ευεργετική της δράση όμως τελειώνει μετά 3-5 έτη με την εμφάνιση σοβαρών παρενεργειών. Η συνεχής ολοήμερη βελτίωση των συμπτωμάτων διακόπτεται από περιόδους ακινητοποίησης. Παράλληλα, στην περίοδο με καλή κινητικότητα παρουσιάζονται ακούσιες κινήσεις. Αλλες παρενέργειες του φαρμάκου είναι οι ψευδαισθήσεις, η παθολογική ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια, η υπερσεξουαλικότητα και η ημερήσια υπνηλία.

Οι νευροχειρουργικές επεμβάσεις (εν τω βάθει διέγερση του εγκεφάλου) δεν θεραπεύουν την νόσο, αλλά επιφέρουν μία βελτίωση της συμπτωματολογίας σε κατάλληλα επιλεγμένους ασθενείς, σε συνδυασμό πάντα με τη φαρμακευτική θεραπεία. Οι κίνδυνοι από αυτές τις επεμβάσεις σχετίζονται με την ίδια την επέμβαση και με τη δυσλειτουργία του διεγέρτη· αξιοσημείωτη είναι η εμφάνιση ψυχικών και νοητικών διαταραχών.

Η φυσικοθεραπεία είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της θεραπείας. Η σωματική άσκηση πρέπει να γίνεται καθημερινά, δεν πρέπει να είναι κοπιαστική και δυσάρεστη και εξατομικεύεται ανάλογα με το στάδιο της νόσου που βρίσκεται ο ασθενής.

health.in.gr