Οι τεχνολογίες ανάκτησης ενέργειας από τα απορρίμματα είναι κυρίως η καύση και κατά δεύτερο λόγο η πυρόλυση, ενώ η αεριοποίηση έχει αναπτυχθεί πολύ πρόσφατα για το σκοπό αυτό. Η αρχική βασική διαφορά των τριών τεχνολογιών είναι το ποσοστό του οξυγόνου κατά τη θέρμανση των απορριμμάτων. Η καύση λειτουργεί με  περίσσεια οξυγόνου, η πυρόλυση με απουσία οξυγόνου, ενώ η αεριοποίηση είναι κάτι ενδιάμεσο. Στις τεχνολογίες αυτές ο σκοπός είναι η ανάκτηση του ενεργειακού περιεχομένου των απορριμμάτων. Από τις τρεις τεχνολογίες ανάκτησης ενέργειας μόνο η καύση έχει εφαρμοσθεί ευρέως, σαν μέθοδος τελικής διάθεσης των απορριμμάτων, ενώ η πυρόληση και η αεριοποίηση είναι στη φάση ερευνητικών και πιλοτικών μονάδων. Παρακάτω γίνεται αναφορά στην καύση.

Η καύση απορριμμάτων έχει εφαρμοσθεί σε προηγμένες τεχνολογικά χώρες, με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού, που αντιμετώπιζαν προβλήματα στη χωροθέτηση ΧΥΤΥ (π.χ. Ιαπωνία, ΗΠΑ, Λουξεμβούργο, Δανία, Ολλανδία, Γαλλία κ.α.).

Τα πλεονεκτήματα της καύσης είναι ότι α) μειώνει τον όγκο των απορριμμάτων κατά 70-80% και το βάρος κατά 40%, β) μειώνεται το κόστος μεταφοράς των απορριμμάτων, εφόσον το εργοστάσιο καύσης κατασκευασθεί κοντά στους εξυπηρετούμενους δήμους, και γ) μπορεί να συνυπάρχει με προγράμματα ανάκτησης γυαλιού και μετάλλων.

Τα μειονεκτήματα της καύσης είναι α) το πολύ υψηλό κόστος επένδυσης και λειτουργίας, β) η τεχνολογική εξάρτηση από τη χώρα εισαγωγής της πολύ υψηλής τεχνολογίας, γ) η εκπομπή πολλών και επικίνδυνων αέριων ρύπων, μεταξύ των οποίων διοξίνες, φουράνια και βαρέα μέταλλα, δ) η παραγωγή επικίνδυνης στάχτης και σκουριάς, που θα πρέπει να διατεθούν σε ειδικούς χώρους ταφής τοξικών, ε) η ανάγκη ύπαρξης παράλληλου ΧΥΤΑ για την ταφή των επιπλέον απορριμμάτων μετά από πιθανή απεργία στους δήμους ή βλάβη της μονάδας καύσης, στ) δεν ευνοεί η καύση τη συνύπαρξη με προγράμματα ανακύκλωσης χαρτιού, επαναχρησιμοποίησης συσκευασιών, μείωσης & ανάκτησης πλαστικών και κομποστοποίησης, ζ) ιδιαίτερα για την Ελλάδα υπάρχουν επιπλέον μειονεκτήματα, λόγω της αυξημένης υγρασίας των ελληνικών απορριμμάτων, με συνέπεια να χρειάζεται και επιπλέον καύσιμο, άρα και κόστος, η καύση για να συντηρείται. Επίσης, η μεγάλη εποχιακότητα στην παραγωγή και στη σύνθεση των απορριμμάτων αυξάνει το κόστος επένδυσης και λειτουργίας χωρίς τα ανάλογα οφέλη.

Πριν από λίγα χρόνια στην Ελλάδα προτάθηκε η καύση σαν μέθοδος διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική. Όμως, το κόστος επένδυσης και λειτουργίας για τη διαχείριση των απορριμμάτων με καύση εκτιμήθηκε σε 215 δισ. και 20 δισ. αντίστοιχα, κόστος υπερτριπλάσιο από αυτό της διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική με ΧΥΤΥ, μηχανικό διαχωρισμό και ανακύκλωση στην πηγή. Αυτός ο λόγος μαζί με τα γενικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα της καύσης ήταν και οι βασικότεροι λόγοι για την απόρριψή της και την επιλογή της δεύτερης πολιτικής στην Αττική και γενικότερα στην Ελλάδα.

Διεθνώς η καύση φθίνει σαν τεχνολογία, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία). Μάλιστα, στις ΗΠΑ στις αρχές του 2000 κατατέθηκε στη Γερουσία σχέδιο νόμου, για την απαγόρευση της καύσης μέσα σε 6 χρόνια, και ταυτόχρονα την υιοθέτηση κινήτρων για τη γρηγορότερη προώθηση της ανακύκλωσης, της κομποστοποίησης και της μείωσης στην πηγή, καθώς επίσης και την απαγόρευση της ταφής ανακυκλώσιμων και βιοδιασπώμενων υλικών.

Οι τεχνολογίες της πυρόλυσης και της αεριοποίησης εμφανίζουν κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την καύση, αφού λειτουργούν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες και παράγονται αέρια και κατάλοιπα με σαφώς υψηλότερο ενεργειακό περιεχόμενο, το οποίο είναι ανακτήσιμο. Οι ενδεχόμενες θετικές εξελίξεις σε αυτές τις τεχνολογίες θα κρίνουν κατά πόσο θα εφαρμοσθούν σε ευρεία κλίμακα στο μέλλον.