Αθήνα: Σημαντικές πρόοδοι έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας, μιας νευρολογικής νόσου, που προσβάλλει τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.


Οι νεαρές ηλικίες είναι αυτές που πλήττονται ιδιαίτερα, καθώς η νόσος «χτυπά» συνήθως άτομα 20-30 ετών, παρουσιάζοντας εξάρσεις και υφέσεις. Η σπανιότερη μορφή της νόσου είναι αυτή με την προοδευτική επιδείνωση, που προσβάλλει συνήθως την ηλικία άνω των 40 ετών και είναι αυτή με τη χειρότερη πρόγνωση προκαλώντας συχνά μόνιμες αναπηρίες.


Σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο καθηγητής Νευρολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Μυλωνάς με αφορμή το 14ο Συνέδριο της Εταιρίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη Νευρολογία και την Ψυχιατρική (οι εργασίες του αρχίζουν αύριο Πέμπτη), επεσήμανε ότι η ασθένεια αυτή, που αποτελεί μάστιγα για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και θεωρείται ακόμη και σήμερα άγνωστης αιτιολογίας, εμφανίζεται όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια και προσβάλλει κυρίως νεαρά άτομα, με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στους πάσχοντες και το περιβάλλον τους.


Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πάσχουν σήμερα από την ασθένεια αυτή επτά έως οκτώ χιλιάδες άτομα, στο μεγαλύτερο μέρος τους γυναίκες.


Ο κ. Μυλωνάς τόνισε ότι η σκλήρυνση κατά πλάκας δεν είναι κληρονομική νόσος, είναι όμως πολυπαραγοντική. Τα άτομα δηλαδή που πάσχουν έχουν μια γενετική προδιάθεση, η οποία όμως επηρεάζεται από έναν εξωγενή παράγοντα, πιθανότατα κάποιον ιό και αυτός με τη σειρά του δημιουργεί διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού.


Ο καθηγητής πρόσθεσε, ότι τα τελευταία χρόνια άλλαξε η γνώση των επιστημόνων πάνω στην ασθένεια αυτή και τώρα μπορούν να έχουν πολλά στοιχεία για την πρόγνωσή της χάρη στη νευροαπεικόνιση του εγκεφάλου με τη μαγνητική τομογραφία.


Επιπρόσθετα η μέθοδος αυτή τους βοηθά πάρα πολύ στη διάγνωση περιστατικών, που παλιότερα ήταν δύσκολο να τοποθετηθούν στην ακριβή τους βάση. Εξέλιξη όμως υπάρχει και στη θεραπεία της νόσου.


Σήμερα χάρη στα νέα φάρμακα υπάρχει η δυνατότητα με συνεχή θεραπεία να προφυλάσσεται ο άρρωστος από υποτροπές ή και να επιβραδύνεται η εξέλιξη της νόσου.


Πηγή: ΑΠΕ

health.in.gr