Όλοι γνωρίζουμε ότι αν η τιμή ενός προϊόντος είναι υψηλή θα αγοραστεί από λίγους, ενώ αν χαμηλώσει από περισσότερους. Ελάχιστοι όμως κατανοούν ότι αυτό σημαίνει πως αν χαμηλώσουμε την τιμή, κάποιοι θα αγοράσουν το προϊόν μας για λιγότερα απ’ όσα θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν.

Στόχος κάθε έξυπνου εμπορικού διευθυντή λοιπόν είναι να χωρίσει τους πελάτες του σε κατηγορίες έτσι ώστε να εισπράττει από τον καθένα το μέγιστο ποσό που εκείνος είναι διατεθειμένος να πληρώσει.

Τέτοιες πρακτικές φυσικά δεν γίνονται ποτέ δημόσια γιατί κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πληρώνει περισσότερα από τους άλλους για την ίδια υπηρεσία. Έτσι, πολύ συχνά αποκρύπτονται μέσα από τεχνάσματα όπως η κοινωνική προσφορά. Για παράδειγμα πολλές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι προσφέρουν στους φοιτητές ή τους συνταξιούχους φθηνότερες υπηρεσίες για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας, ενώ στην πραγματικότητα απλώς χρεώνουν ακριβότερα όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν περισσότερα και φθηνότερα όσους έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα γίνονταν πελάτες τους.

Αντίστοιχη είναι και η μέθοδος της μη δημοσίευσης τιμοκαταλόγου. Όποιος πωλητής υποστηρίζει ότι μας υποβάλει μια προσφορά «κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας», πολύ συχνά αναφέρεται στο ποσό πληρωμής που θα μας χρεώσει και όχι στις υπηρεσίες ή τα προϊόντα που θα λάβουμε.

Πρωταθλητές στο price differentiation όπως ονομάζεται αυτή η πρακτική είναι οι αεροπορικές εταιρείες αφού μέσα στο ίδιο αεροπλάνο μπορούν να βρίσκονται σε διπλανές θέσεις άνθρωποι που έχουν πληρώσει ακόμη και τρεις φορές περισσότερα ο ένας από τον άλλον για το ίδιο εισιτήριο.

Ευτυχώς για μας, το Internet δίνει στον ενημερωμένο καταναλωτή τη δυνατότητα να εκτελεί κάθε είδους συγκρίσεις τιμών και να επικοινωνεί με άλλους αγοραστές για να διδαχθεί από την εμπειρία τους. Με άλλα λόγια κινούμαστε προς ένα άλλο είδος price differentiation. Στην εποχή που οι ενημερωμένοι από το διαδίκτυο καταναλωτές θα χρεώνονται λιγότερο, ενώ οι τεχνολογικά ανεπαρκείς πληρώνουν την καθυστέρησή τους επιβαρυνόμενοι με υψηλότερες τιμές.