Λονδίνο: Η ταυτοποίηση των ανθεκτικών στελεχών του βακτηρίου της φυματίωσης, που ενοχοποιείται για το θάνατο περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο, μπορεί πλέον να γίνεται σε ώρες αντί για ημέρες, χάρη στη νέα μέθοδο που παρουσιάζεται την Τρίτη σε συνέδριο στη Βρετανία.


Υπό κανονικές συνθήκες, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να καλλιεργηθούν στο εργαστήριο τα δείγματα του Mycobacterium tuberculosis που λαμβάνονται από τους ασθενείς κυμαίνεται από δύο έως τέσσερις εβδομάδες. Δέκα με 14 επιπλέον ημέρες απαιτούνται για να διαπιστωθεί αν το καλλιεργημένο βακτήριο παρουσιάζει ανθεκτικότητα στα συνήθη αντιβιοτικά.


Το νέο τεστ που ανέπτυξε η Υπηρεσία Εργαστηρίων Δημόσιας Υγείας της Βρετανίας (PHLS) περιορίζει το διάστημα που απαιτείται για τη δεύτερη φάση του ελέγχου σε μερικές ώρες ή το πολύ σε δύο ημέρες.


Έτσι, οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με ριφαμπικίνη ή ισονιαζίδη, τα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται συνήθως για την αντιμετώπιση της φυματίωσης, μπορούν άμεσα να αλλάξουν αγωγή.


Το νέο τεστ «είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις περιπτώσεις ασθενών των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα έχει υποστεί καταστολή, όπως τα θετικά στον ιό HIV άτομα και όσοι υποβάλλονται σε αντικαρκινικές θεραπείες» αναφέρει στο BBC ο Δρ. Φράνσις Ντρομπνιέσκι του PHLS.


Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πρώτες δοκιμές -των οποίων τα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν την Τρίτη στο ετήσιο συνέδριο της PHLS στο Γουόργουικ- έδειξαν ότι το τεστ δίνει ακριβή αποτελέσματα στα τρία τέταρτα των περιπτώσεων ανθεκτικής στην ισιονιαζίδη φυματίωσης.


Η νέα μέθοδος βασίζεται στη γενετική ανάλυση των στελεχών του βακτηρίου, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτά φέρουν τις γονιδιακές ποικιλομορφίες που τους προσδίδουν ανθεκτικότητα στη ριφαμπικίνη και σε άλλα αντιβιοτικά.


Η υπηρεσία ελπίζει μάλιστα να τελειοποιήσει σύντομα ακόμα μια νέα μέθοδο, που θα επιτρέπει την ταχεία ταυτοποίηση των ανθεκτικών στελεχών στο σάλιο του ασθενή.


Το τεστ ανθεκτικότητας ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί σύντομα στη Ρωσία και την Αφρική, όπου η συχνότητα των ανθεκτικών στελεχών είναι ιδιαίτερα υψηλή. Στη Βρετανία, το ποσοστό των κρουσμάτων που οφείλονται σε βακτήρια ανθεκτικά στη ριφαμπικίνη ή τη ισονιαζίδη είναι περίπου 6%.


Σύμφωνα όμως με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η συχνότητα των επικίνδυνων αυτών στελεχών σημειώνει ανησυχητική αύξηση. Στη Γερμανία οι περιπτώσεις έχουν αυξηθεί κατά 50% από το 1996, ενώ στη Νέα Ζηλανδία έχουν ήδη διπλασιαστεί.

health.in.gr