Αρχές Μαΐου (σ.σ. του έτους 1974) οι εκδόσεις Γκαλλιμάρ θα κυκλοφορήσουν, στη σειρά «Το διασταυρωμένο μυθιστορηματικό έργο της Έλσας Τριολέ και του Αραγκόν», το πρόσφατο βιβλίο του τελευταίου: «Θέατρο/Μυθιστόρημα» (σ.σ. Théâtre/Roman ο τίτλος του πρωτοτύπου). Και γύρω απ’ αυτό το βιβλίο ο Λουί Αραγκόν επιθυμεί να περιορισθή η συνομιλία μας σήμερα, χωρίς να επεκταθούμε σε πολιτικά θέματα. Για την πολιτική δεν μιλάει «παρά μόνο μέσα στο κόμμα του ή, αν προκύψη τέτοια ανάγκη, δημοσίως, αλλά πάλι εξ ονόματος του κόμματός του». Ή ακόμα σε ιδιωτικές συνομιλίες του, με φίλους του. Όσα είχε να πη για την πολιτική τα είπε, τα έγραψε, και θα εξακολουθήση να το κάνει. Ποιος ο λόγος όμως και τώρα; Αυτό που έχει σημασία γι’ αυτόν εξ άλλου είναι που ποτέ δεν λοξοδρόμησε σε θέματα ουσίας, που παρέμεινε πιστός. Για την ώρα, αυτό που τον απασχολεί είναι το νέο μυθιστόρημά του, καθώς και το «Ποιητικό Έργο» του, που θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει ως το 1975 σε δώδεκα τόμους.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 31.3.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Τι έχετε λοιπόν να μας πήτε για το νέο βιβλίο σας, που θα έχη νομίζω πεντακόσιες σελίδες;

 Το σπουδαιότερο που πρέπει να έχη κανείς υπ’ όψη του ξεκινώντας να διαβάση το «Θέατρο/Μυθιστόρημα» είναι πως έχω κλείσει τα 76 κι ότι αντιμετωπίζω τη ζωή όπως μπορεί να την αντιμετωπίση ένας άνθρωπος σ’ αυτήν την ηλικία. Αντίθετα προς αρκετούς συνομηλίκους μου, δεν διακατέχομαι από κανένα δραματικό αίσθημα, αλλ’ απλώς από μια τάση για τάξη. Υπάρχουν πράγματα που δεν πρόλαβα να πω και που θα λυπηθώ αν δεν τα πω. Υπάρχουν πράγματα με τα οποία καταπιάστηκα και που έμειναν στη μέση… Ετοιμάζομαι να εκλείψω με τρόπο όσο το δυνατόν πιο νοικοκυρεμένο. Και το μυθιστόρημά μου αυτό που κυκλοφορεί τώρα, το βλέπω, χωρίς κανένα πάθος, σαν το τελευταίο της ζωής μου. Γι’ αυτόν το λόγο ίσως ο αναγνώστης θα το βρει δύσκολο ή θλιβερό, απαισιόδοξο δηλαδή. Λυπάμαι, πάντοτε όμως έγραφα όσα είχα διάθεση να γράφω, χωρίς να με απασχολεί το τι θα πει ο κόσμος. Στην ηλικία μου, η γνώμη των συγχρόνων μου μού φαίνεται αρκετά περιωρισμένη σε σύγκριση με το κοινό που ακολουθεί.


Είτε τα λένε μυθιστορήματα είτε όχι, τα λογοτεχνικά έργα, για να κολακέψουν τον αναγνώστη, παρουσιάζουν συνήθως πρόσωπα τέτοια που να αρέσουν. Και φυσικά, οπωσδήποτε νέους. Μου φάνηκε ωστόσο ότι για μένα έφθασε πια η εποχή να μιλήσω για τα γερατειά, αυτό γιατί έχω πάντοτε την τάση να μιλώ για ό,τι ξέρω καλά. Έτσι, το μυθιστόρημά μου, που, εδώ που τα λέμε, δεν έχει παρά δύο μόνο πρόσωπα (αν και υπάρχουν μερικές ακόμα δευτερεύουσες μορφές), έχει οικοδομηθή πάνω σε δύο άνδρες διαφορετικής ηλικίας: ο ένας είναι ακριβώς σαράντα τη στιγμή που αρχίζει το βιβλίο, και ο άλλος περπατά (δεν μπορώ να πω με πολύ αλλέγκρο βήμα) στα ογδόντα του. Ο πρώτος μιλάει (για να διασκεδάση τον δεύτερο υποτίθεται) για τα νεανικά του χρόνια. Έτσι, το «Θέατρο/Μυθιστόρημα», όπως κατάλαβα εκ των υστέρων, γιατί είχα τέτοια πρόθεση, αγκαλιάζει όλη τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 6.1.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Γιατί ο ένας από τους δύο άνδρες να είναι σαραντάρης; Μήπως για να υπάρξη ανάμεσα σ’ αυτόν και τον γέρο η νιότη, σαν τρίτο πρόσωπο;

 Δεν σκέφθηκα τίποτα τέτοιο, έτσι όμως όπως μου θέσατε την ερώτηση, δεν αποκλείεται να έγραψα πράγματι το βιβλίο μου με μια τέτοια έννοια. Διότι αληθεύει ότι για τον συγγραφέα, και πιθανώτατα για τους ήρωές του επίσης, το πρόβλημα της νεολαίας είναι ασφαλώς το μείζον πρόβλημα στην εποχή που ζούμε. Εξ άλλου εγώ γράφω (ξέχασα να σας το πω προηγουμένως) για τους ανθρώπους που θα με διαβάσουν όταν δεν θα υπάρχω πια. Αυτό προϋποθέτει ότι με απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα της νεολαίας, και δεν το κρύβω. Προσθέτω ότι το αντίβαρο αυτού του ενδιαφέροντός μου είναι η βαθύτατη ανία που με κατακλύζει μπροστά στους ανθρώπους της ηλικίας μου ή και αρκετά νεώτερούς μου.


«ΤΑ ΝΕΑ», 31.7.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Πότε πρωτοσκεφθήκατε αυτό το βιβλίο σας και πότε αρχίσατε να το γράφετε;

 Νομίζω ότι έγιναν όλα μαζί. Ίσα-ίσα που πρόλαβα να πάρω αναπνοή από την «Λευκή ή η Λησμονιά» (σ.σ. «Μπλανς ή η Λησμονιά») και βάλθηκα πάλι, όπως συνήθως, να γράψω ένα βιβλίο, τραβώντας στα τυφλά ύστερα απ΄την τρίτη λέξη. Αυτό έγινε το 1967. Και η χρονολογία αυτή μου δίνει την ευκαιρία να επανέλθω στο πρόβλημα της νεολαίας, που στάθηκε για μένα σε μια περίοδο το πιο καφτό πρόβλημα. Μου ετέθη για πρώτη φορά από το 1968 και μετά. Διότι τα όσα έτυχε να πω πάνω σ’ αυτό παλαιότερα, σαν ήμουνα και εγώ νέος δηλαδή, δεν έχουν εδώ καμμιά αξία. Ούτε για μια στιγμή ωστόσο, σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, δεν άλλαξα άποψη. […]

Τον Μάιο του 1968 μού έτυχε να μιλήσω σε μια συγκέντρωση φοιτητών που είχαν στρατοπεδεύσει στο μπουλβάρ Σαιν-Μισέλ, και ομολογώ (άσχετα προς τις κραυγές που με διέκοπταν κάθε τόσο) ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν ξαναβρέθηκα μπροστά σε πιο δυσμεταχείριστο κοινό. Δεν θέλω να επιμείνω περισσότερο πάνω σ’ αυτό το θέμα, μα θα μου επιτρέψετε ωστόσο να πω ότι υπήρξε πάντοτε μια ακολουθία στις ιδέες μου εις ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη που ανέκαθεν έτρεφα προς τη νεολαία της χώρας μου.


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.12.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Η νεολαία αυτή υπάρχει στο βιβλίο σας, και σ’ αυτή δεν απευθύνεστε όταν λέτε: «Σου διδάσκω, ω μικρό μου, τα συμφοριασμένα μαθηματικά»; Δεν είναι φοβερό όμως να μιλάτε στη νεολαία μ’ αυτόν τον τρόπο;

 Δεν είναι δυνατόν να περιορισθή η ερμηνεία αυτής της φράσεως στη νεολαία του 1968. Στο βιβλίο μου αναφέρεται σ’ ένα κεφάλαιο που νομίζω ότι γράφτηκε στις αρχές του 1973 και είναι στραμμένη προς το μέλλον, όπως κι’ όλο το υπόλοιπο βιβλίο μου εξ άλλου. Δεν είμαι προφήτης, και αν μια μέρα τα πράγματα πρόκειται ν’ αλλάξουν, αν μια μέρα τα «συμφοριασμένα μαθηματικά» γίνουν μια απηρχαιωμένη επιστήμη (πράγμα που τη μια μέρα ή την άλλη θα είναι η μοίρα όλων των επιστημών), δεν μπορώ να ξέρω αν αυτό θα συμβή στην εποχή μου ή έναν αιώνα αργότερα. Εν πάση περιπτώσει όμως, εκείνο που έγραφα το 1960 κι’ αυτό που έγραψα το 1973 επ’ ουδενί λόγω πρέπει να θεωρηθούν σαν έκφραση ενός νόμου της συμφοράς. Η συμφορά δεν είναι περισσότερο υποχρεωτική από την ευτυχία, και τη μια και την άλλη όμως έχομε χρέος να την κυττάζωμε κατάματα.

*Άρθρο αφιερωμένο στον Λουί Αραγκόν, υπό τον τίτλο «Η ευτυχία δεν είναι υποχρεωτική, ούτε όμως και η δυστυχία». Η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Αραγκόν στη γαλλίδα δημοσιογράφο, συγγραφέα και κριτικό Yvonne Baby (1931-2022) είχε δημοσιευτεί στην παρισινή εφημερίδα Le Monde και στο «Βήμα» (στην ελληνική εφημερίδα, την Κυριακή 31 Μαρτίου 1974).


Ο διάσημος γάλλος λογοτέχνης Λουί Αραγκόν (Louis Aragon) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1897 και απεβίωσε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 24 Δεκεμβρίου 1982.


Στρατευμένος κομμουνιστής από τη δεκαετία του 1930, ο Αραγκόν υπήρξε ένας διανοούμενος υψηλού επιπέδου που καθαγιάστηκε αλλά και δαιμονοποιήθηκε, καταφέρνοντας πάντως να ενσαρκώσει όσο ελάχιστοι άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων την αγωνία του ανθρώπου για τον εαυτό του και τον κόσμο.