Η λέξη αποκήρυξις (παράγωγο του ρήματος αποκηρύσσω), που συμπεριλαμβάνεται στην ορολογία του αθηναϊκού δικαίου της Κλασικής Εποχής, χρησιμοποιείται τρόπον τινά με την έννοια της αποκλήρωσης του σύγχρονου δικαίου. Και τούτο σημαίνει ότι ο πατέρας είχε το δικαίωμα να θέσει εκτός της οικογένειας ένα γιο του εξαιτίας της ανάρμοστης διαγωγής του ή της κακής συμπεριφοράς του απέναντί του. Οι αθηναίοι πολίτες ενημερώνονταν για την πατρική αυτήν απόφαση μέσω ανακοινώσεως που έκανε κήρυκας.

Οι όροι άτιμος (α στερ.+τιμή) και ατιμία αναφέρονταν στη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων που μπορούσε να επιβληθεί σε έναν αθηναίο πολίτη, είτε κατά το όλον (ολική ατιμία) είτε εν μέρει (μερική ατιμία). Ο πολίτης κηρυσσόταν άτιμος κατόπιν δικαστικής αποφάσεως σε περίπτωση σοβαρής παράβασης της κείμενης νομοθεσίας από μέρους του. Ο καταδικασμένος έπαυε να απολαύει πάντων των δικαιωμάτων του πολίτη, όπως οι υπόλοιποι επίτιμοι (επί+τιμή) πολίτες της Αθήνας. Εφόσον, μάλιστα, είχε καταδικαστεί σε ολική απόλυτη ατιμία, ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη, ενώ η περιουσία του δημευόταν.

Η λέξη διάζευξις (διαζύγιο) είχε στην Αθήνα των Κλασικών Χρόνων την έννοια που έχει και στο σύγχρονο δίκαιο, δηλαδή της διάλυσης του γάμου μεταξύ ζώντων συζύγων. Αιτία λύσης ενός γάμου μπορούσε να είναι, κατά πρώτον, η επιθυμία ενός άνδρα να απαλλαγεί από τη σύζυγό του απλώς και μόνο επειδή δεν την ήθελε πλέον. Η σχετική πράξη ονομαζόταν αποπομπή (απόπεμψις), ο δε σύζυγος είχε παράλληλα την υποχρέωση να επιστρέψει την προίκα της γυναίκας του (αυτό δεν ίσχυε μόνο όταν η σύζυγος είχε αποπεμφθεί λόγω αποδεδειγμένης μοιχείας από την πλευρά της), κάτι που προφανώς δεν ήταν εύκολο όταν η προιξ συνίστατο από νομίσματα που είχαν στο μεταξύ ξοδευτεί. Την πρωτοβουλία για τη λύση του γάμου μπορούσε να πάρει και η σύζυγος, όταν όμως υπήρχε συγκεκριμένος λόγος διαζυγίου. Προαπαιτούμενο για την ενέργεια αυτήν, που ονομαζόταν απόλειψις (εγκατάλειψη της συζυγικής εστίας από τη γυναίκα), αποτελούσε η άδεια που δινόταν από τον επώνυμο άρχοντα της πόλης. Τέλος, ένας γάμος μπορούσε να λυθεί και δι’ αφαιρέσεως, δηλαδή με παρέμβαση του πρώην κυρίου της συζύγου (κατά κανόνα, του πατέρα της ή του ενήλικου αδελφού της), εάν αυτός έκρινε ότι ο γάμος έπρεπε να τερματιστεί επειδή διέτρεχε κίνδυνο είτε η σύζυγος (η κόρη του ή η αδελφή του) είτε η περιουσία της, ήτοι η προίκα της, την οποία διαχειριζόταν κατά τα τότε ισχύοντα ο σύζυγος.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Σόλων, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε από τον Πλούταρχο, είχε ορίσει με νόμο του, ήδη από την Αρχαϊκή Εποχή, ότι καταδικάζεται σε ατιμία (στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων) εκείνος που έμενε ουδέτερος στις πολιτικές διενέξεις.

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Το ειδικό λεξιλόγιο του δικαίου (Μέρος Α’)