Επιτέλους, σοβαρευτείτε ή στην τελική «βουλώστε το»!
Πλάι στους εξυπνακισμούς της κυβερνητικής παράταξης, υπάρχουν και όλοι αυτοί που επιχειρούν να «αποδομήσουν» τον Τσίπρα «από τα Αριστερά», συνήθως χωρίς καν να μπουν στον κόπο να ακούσουν τι όντως λέει και να αναλογιστούν ποιον τελικά ευνοούν
Οι αντιδράσεις της κυβέρνησης και των φιλοκυβερνητικών μέσων στην πολιτική ομιλία που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στην παρουσίαση της «Ιθάκης» ήταν αναμενόμενες. «Πώς μιλάτε εσείς που ρίξατε τη χώρα στα βράχια», «είστε αμετανόητοι και επικίνδυνοι», «λαμπάδα στο μπόι του Τσίπρα ανάβει ο Μητσοτάκης γιατί τον έχει κερδίσει τόσες φορές», «αρνούμαστε να διαβάσουμε το βιβλίο γιατί ξέρουμε εκ των προτέρων τι λέει» κ.λπ.
Όμως, έχει ενδιαφέρον μια άλλη κατηγορία σχολιαστών. Αυτοί δεν είναι – ή τουλάχιστον δεν δηλώνουν επισήμως…- φιλοκυβερνητικοί. Αρκετοί εξ αυτών μάλιστα διεκδικούν και αριστερές δάφνες. Όμως, και αυτοί θεωρούν ότι ύψιστο καθήκον τους τούτη την ώρα και σε αυτήν την συγκυρία είναι να «αποδομήσουν» τον Αλέξη Τσίπρα και τις τωρινές παρεμβάσεις του, μια ευγενική -έστω ως παράπλευρη απώλεια- χορηγία στο καθεστώς Μητσοτάκη.
«Δεν είπε και κάτι καινούριο» ο Τσίπρας. «Αυτά με τη νέα μεταπολίτευση μας τα είχαν πει και άλλοι και είδαμε που κατέληξαν». «Θέλει να διαλύσει τα άλλα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης». «Όταν λέει ότι θέλει αυτοοργάνωση μιμείται τον Ανδρέα Παπανδρέου». «Θέλει κίνημα και όχι οργανωμένο κόμμα, γιατί έχει μια αρχηγική αντίληψη με την πολιτική». «Ο Τσίπρας φαντάζεται ότι έχει ακροατήριο, αλλά τον ακολουθεί απλώς ένας στενός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ». «Είναι η επιτομή του πολιτικού κυνισμού και τυχοδιωκτισμού».
Προφανώς ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει κριτική στον Τσίπρα και να εντοπίζει προβλήματα, αντιφάσεις, κενά στις τοποθετήσεις του, να θέτει ερωτήματα, να έχει δεύτερες σκέψεις, ακόμη και να μην θέλει καν να τον ακούσει. Από την άλλη, όμως, όσοι ασκούν κριτική καλό είναι για την προστασία της δικής τους αξιοπρέπειας και σοβαρότητας πρωτίστως, να κρίνουν με βάση όσα έχει πει και όχι όσων νομίζουν ή υποθέτουν ότι έχει πει ή ήθελε να πει, ή κάποιοι άλλοι του χρεώνουν ότι έχει πει, και να μιλούν βάσει των πραγματικών γεγονότων που έχουν λάβει χώρα και όχι υποθέσεων, σεναρίων, ερμηνειών προθέσεων. Ή τουλάχιστον να καθιστούν σαφές αν μιλούν βάσει πραγματικών γεγονότων και δηλώσεων του ίδιου ή όχι.
Εάν συμφωνήσουμε σε αυτές τις αρχές, -βασικές για την αξιοπιστία οποιασδήποτε κρίσης και τοποθέτησης- οι όποιες αναφορές σε κόμμα Τσίπρα κινούνται ακόμη στη σφαίρα του υποθετικού. Μπορεί οι πιθανότητες και οι ενδείξεις ότι θα δημιουργηθεί να έχουν αυξηθεί, αλλά «κόμμα Τσίπρα» δεν υπάρχει.
Ούτε ιδρύθηκε κάποιο κόμμα στο Παλλάς. Εκεί παρουσιάστηκε ένα βιβλίο, που με την έκδοσή του ομολογουμένως αποτέλεσε πολιτικό γεγονός -και αυτό έχει τη δική του σημασία-, και ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μια πολιτική ομιλία δίνοντας ένα στίγμα. Μίλησε για το όραμά του για την επόμενη μέρα, για την ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης, όπως χαρακτηριστικά είπε, ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση και εντοπίζοντας τις αιτίες για το γεγονός ότι «ζούμε μία από τις χειρότερες περιόδους της μεταπολιτευτικής ιστορίας σε σχέση με την εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και το πολιτικό σύστημα». Δεν ανακοίνωσε πρόγραμμα, δεν πρότεινε Κεντρική Επιτροπή, δεν συζήτησε καταστατικό κόμματος.
Για την ακρίβεια, είπε το αντίθετο: ότι καμία αλλαγή δεν μπορεί να έρθει από μόνη της, ούτε με εντολές «από τα πάνω»· ότι εάν είναι να υπάρξει ένας αξιόπιστος πολιτικός σχηματισμός που να μπορέσει να αποτελέσει αντίπαλο δέος για την τωρινή κυβέρνηση, αυτός δεν θα πρέπει να φτιαχτεί με τέτοιο τρόπο, δηλαδή μια μέρα να εμφανιστεί ο αρχηγός, να ανακοινώσει την ηγετική ομάδα, το πρόγραμμα και το καταστατικό και να πει στο λαό: «ακολουθήστε με».
Είπε ότι χρειάζεται μια άλλη κατεύθυνση: από την κοινωνία προς την πολιτική και από τα κάτω προς τα πάνω. Αυτά είπε ο Τσίπρας και επομένως η συζήτηση πρέπει να γίνει πάνω σε αυτήν την πρόταση. Και όποιος διαφωνεί ας προτείνει μια άλλη διαδικασία.
Έπειτα, ο Τσίπρας δεν απαξίωσε ούτε τα κόμματα, ούτε τα μέλη, ούτε τους οπαδούς, ούτε τα στελέχη των προοδευτικών κομμάτων. Διατύπωσε μια αλήθεια, σχεδόν αυταπόδεικτη εάν κανείς κυκλοφορήσει στο δρόμο και μιλήσει με ανθρώπους, η οποία καταγράφεται επιμόνως και στις έρευνες κοινής γνώμης: ότι αυτό το τοπίο δεν συγκροτεί πειστική εναλλακτική και ότι αυτό που περιμένει η κοινωνία δεν είναι ούτε διαγκωνισμός, μια που είναι σαφές ότι κανένας σχηματισμός δεν μπορεί να παίξει το ρόλο μόνος του, ούτε όμως και συγκόλληση, αλλά ανασύνθεση.
Υπάρχει κάποια άλλη κατεύθυνση για να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο; Και εάν ναι, ποια είναι αυτή; Πρέπει π.χ. να συσπειρωθούν όλοι γύρω από ένα από τα υπαρκτά κόμματα; Πρέπει να κάνουν μια εκλογική συμμαχία; Έναν συνασπισμό των προοδευτικών δυνάμεων; Και πώς θα αποφύγουν το να αθροίσουν απλώς προβλήματα; Γιατί εάν ο κόσμος σήμερα, καλός ή κακώς, δεν δείχνει εμπιστοσύνη στο ΠΑΣΟΚ, ή στον ΣΥΡΙΖΑ, ή στη Νέα Αριστερά, ακόμη και εάν συμφωνεί μαζί τους όταν οι παρεμβάσεις τους είναι καίριες, τότε η λύση δεν είναι ούτε π.χ. το «πάμε όλοι στο ΠΑΣΟΚ», ούτε το ας κάνουμε το «ΠΑΣΟΚ + ΣΥΡΙΖΑ + Νέα Αριστερά» (άλλωστε στη πολιτική η άθροιση μπορεί κάποιες φορές να καταλήγει πολλαπλασιασμός, αλλά πολύ συχνά καταλήγει αφαίρεση…).
Και βέβαια όλοι αυτοί που λένε ότι δεν έφερε κάτι νέο, πώς θα το όριζαν αυτό το νέο; Προγραμματικά, στρατηγικά και φυσιογνωμικά. Γιατί συχνά μοιάζει σαν να απαιτείται από τον Τσίπρα να γίνει ταυτόχρονα πιο «κεντρώος» και πιο «αριστερός», ενδεικτικό ίσως ακριβώς αυτής της ιδεολογικής σύγχυσης που επικρατεί αυτή τη στιγμή σε πλευρές του χώρου της κεντροαριστεράς, προκαλώντας δυσπιστία στους πολίτες.
Πιο κατανοητές οι αντιδράσεις κάποιων που επιμένουν ότι υπήρχε άλλος δρόμος το 2015, αλλά ας μη γελιόμαστε καμιά προετοιμασία δεν υπήρχε για ρήξη και το κρίσιμο ερώτημα -που πολλοί προσπερνούν αβασάνιστα- το εάν η κοινωνία θα αποδεχόταν τελικά τη ρήξη παραμένει ανοιχτό. Και σε τελική ανάλυση ας αναλογιστούν γιατί τα ρεύματα που επέμειναν στο ΟΧΙ και στη ρήξη ακόμη και εάν το έκαναν με εντιμότητα και συνέπεια, δεν κατάφεραν ούτε τότε, ούτε στη συνέχεια να διαμορφώσουν ένα ευρύτερο ρεύμα και μια ευρύτερη δυναμική. Ίσως γιατί, κακά τα ψέματα, όντως οι κοινωνίες κάποιες στιγμές επαναστατούν, όμως τον περισσότερο καιρό όσο δυσαρεστημένες και εάν είναι, πρωτίστως μια καλύτερη «κανονικότητα» επιδιώκουν.
Και στη σημερινή συνθήκη, απέναντι σε μια κυβέρνηση που κρατάει την κοινωνία σε λογική χαμηλών προσδοκιών, υπονομεύει τη δημοκρατία και κάνει πράξη πλευρές της στρατηγικής της ακροδεξιάς, την τρομοκρατία με το «Μητσοτάκης ή χάος» αυτό που προέχει είναι να αποκατασταθεί η κανονικότητα, -μια κανονική… κανονικότητα- αυτή την αλλαγή έχει ανάγκη και ζητά η κοινωνία. Να λειτουργήσει ξανά το κράτος υπέρ των πολιτών και όχι των λίγων και εκλεκτών, να υπάρξουν κάποια βήματα αναδιανομής, να υπάρξουν δημοκρατικές εγγυήσεις, να αποκατασταθεί η αξιοπιστία των θεσμών και της Δικαιοσύνης, να επανέλθει η αισιοδοξία στους ανθρώπους, να αποκτήσουν όραμα και νόημα στη ζωή τους, όχι απλώς να επιβιώνουν αλλά να μπορούν να ζουν.
Και κατά την ταπεινή γνώμη μου αυτό στις σημερινές δύσκολες και δυσνόητες συνθήκες, σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο, είναι το «πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο», φαντάζει μια πραγματική επανάσταση.
Όμως, θέλω να σταθώ και στο γιατί έχουμε όλες αυτές τις προσπάθειες «αποδόμησης από τα αριστερά» ή έστω στο όνομα της «προοδευτικής παράταξης». Γιατί αισθάνομαι ότι δεν είμαστε πάντα στο έδαφος της καλόπιστης κριτικής ή της «αγωνίας για την παράταξη» ή έστω της απογοήτευσης για την ευκαιρία που χάθηκε και το ματαιωμένο όνειρο. Σε κάποιες περιπτώσεις η αιτία εντοπίζεται σε κάτι πολύ πιο πεζό, αν όχι «φθηνό»: έχει να κάνει με το ότι κάποιοι θεωρούν αυτονόητο ότι θα ήταν «στην πρώτη θέση» της όλης διαδικασίας, στο κέντρο της όλης προσπάθειας, σε «ανοιχτή γραμμή» με τον Τσίπρα και δεν είναι. Και μετασχηματίζουν τη δυσαρέσκειά τους σε κριτική – έχουν άλλωστε τα διανοητικά εργαλεία και την εμπειρία για να το κάνουν. Είναι ένα ιδιότυπο «εμένα δεν μπορείς να με αφήσεις απέξω».
Όμως, μέσα σε όλη αυτή την προβολή του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ και πώς τολμάς να με προσπερνάς», ξεχνιέται μια μεγάλη βασική αλήθεια. Ότι εάν είναι κάτι καινούριο να φτιαχτεί, δεν μπορεί να στηρίζεται στους καταλόγους επιβατών της πρώτης θέσης μιας προηγούμενης φάσης. Για την ακρίβεια πρέπει να ξεφύγει από την ίδια την έννοια των επιβατών πρώτης θέσης. Γιατί μόνο έτσι νέες δυνάμεις θα μπορέσουν όχι απλώς να προσκληθούν αλλά και να αφήσουν το δικό τους στίγμα, αλλά και προσωπικότητες με ιστορία να συνεισφέρουν όντως και όχι να διεκδικήσουν «κατοχυρωμένα δικαιώματα», όπως ακριβώς έκανε ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος που χρησιμοποιούσε στις ταινίες του και ηθοποιούς του παλιού εμπορικού κινηματογράφου, αλλά χωρίς να τους δίνει το είδος ρόλων που είχαν συνηθίσει στο παρελθόν.
Τα πράγματα είναι με έναν τρόπο απλά. Ο Αλέξης Τσίπρας θα κριθεί πολύ αυστηρά ως προς το εάν θα καταφέρει να περάσει από ένα περίγραμμα «άλλου δρόμου» στην χάραξη και στην υλοποίησή του. Όμως, θα κριθούν και όλες και όλοι που πιστεύουν ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν στη χώρα. Γιατί θα πρέπει να διαλέξουν εάν θα βάλουν πλάτη, χωρίς αστερίσκους και όρους, ή εάν θα μείνουν στο όποιο γινάτι ή – ακόμη χειρότερα – την ανικανοποίητη ιδιοτέλειά τους.
Γιατί οι στιγμές είναι κρίσιμες και η κοινωνία και η ιστορία δεν περιμένει για πάντα, ενώ τα κάθε λογής «τέρατα» καραδοκούν.
«Το θέμα είναι τώρα τί λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας
Το θέμα είναι τώρα τί λες.»
Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα. 1941-1971, Εκδόσεις Νεφέλη
- ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός 1-3: Πήρε το ντέρμπι και έβαψε «ερυθρόλευκο» το League Cup
- «Ήταν βάρβαρα βασανιστήρια» – Φρικιαστικές μαρτυρίες επιζώντων από τις «θεραπείες» μεταστροφής
- Πολεμικό κλίμα καλλιεργεί το Μαξίμου με τους αγρότες: Τρακτέρ κινείται με την όπισθεν εναντίον ΜΑΤ – Βροχή δακρυγόνων
- Ωραίο το πουλόβερ σου – Μήπως είναι φτιαγμένο από μαλλί gay προβάτων;
- Γερμανία: Δια πυρός και σιδήρου ο Μερτς – Το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο που έθεσε σε δοκιμασία την κυβέρνηση
- Live streaming: Η κλήρωση του Μουντιάλ 2026

