Ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση ή χαλάση, να λέγη «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί.

Στρατηγός Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα (Επίλογος).


[…]

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης έχει συνεπώς τη διπλή ικανότητα αφενός μεν να έχει αυτοπροσδιοριστεί και να έχει επιλέξει εξαρχής το όνομά της, αφετέρου δε να επεκτείνεται διαρκώς αναζητώντας μια τομή που θα σήμαινε τη μετάβαση σε άλλη περίοδο, όλες όμως οι κρίσεις που δημιούργησαν την αρχική αίσθηση πως μπορεί να σηματοδοτήσουν το τέλος της, ενσωματώθηκαν μέχρι στιγμής σε αυτήν.

Αυτό που περιγράφω μπορεί να σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία, τα τελευταία πενήντα χρόνια και μετά την εμπειρία της δικτατορίας που είναι ενσωματωμένη στη συλλογική εθνική μνήμη, είτε έχει αποκτήσει υψηλή αίσθηση ιστορικότητας, δεν παρασύρεται από τη συγκυρία και ξέρει πώς εξελίσσονται τα κύματα του μακρού ιστορικού χρόνου, είτε έχει καθηλωθεί από την ψευδή αίσθηση ότι η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με κεκτημένα, η αμφισβήτηση των οποίων τη φέρνει σε βαθιά αμηχανία. Αμηχανία τέτοια που δεν της επιτρέπει να μεταβάλλει την περιοδολόγηση (σ.σ. χωρισμός ή διαίρεση γνωστικού αντικειμένου σε επιμέρους χρονικές περιόδους με κοινά χαρακτηριστικά) της Ιστορίας που γράφει, εκούσα άκουσα, η ίδια.

[…]

Το πολιτικό σύστημα, πενήντα χρόνια μετά, αγωνίζεται, με δυσκολίες και πολύ συχνά ματαίως, να μείνει πιστό στον κλασικό άξονα Αριστερά – Δεξιά, παρά τις αλλαγές που συντελούνται τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Οι βαριές μνήμες για να μην πω τα σύνδρομαπαλαιότερων περιόδων, από τον Εμφύλιο έως την Αποστασία, ανακόπτουν την ωρίμανση του πολιτικού λόγου, με εξαίρεση τις διαχειριστικές υποχρεώσεις αλλά και ευκαιρίες που έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, καθώς διαθέτει το πλεονέκτημα της εξουσίας και του ρεαλισμού.

Πίσω από όλα αυτά εξελίσσεται η πιο κρίσιμη διεργασία για την οριστική πρόσληψη και την υπέρβαση της Μεταπολίτευσης, η σύγκρουση στο επίπεδο της κοινωνικής νοοτροπίας, της συλλογικής ταυτότητας του έθνους, έστω αυτής που προκύπτει συμψηφιστικά, μέσα από συνεχείς αντιφάσεις και παλινδρομήσεις. Η Μεταπολίτευση οικοδομήθηκε σε μεγάλες, απλές και εύκολες παραδοχές σε σχέση με το παρελθόν και το μέλλον. Σε βολικά στερεότυπα που κυριάρχησαν στον ευρύ και απροσδιόριστο χώρο των «μικρομεσαίων» και σε ιδεολογικές «ασυλίες» που χορηγήθηκαν σε όλες σχεδόν τις εκδοχές της Αριστεράς ως αποζημίωση για τους αποκλεισμούς της μετεμφυλιακής περιόδου. Αυτές οι βάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης αποδείχθηκαν στη συνέχεια ανεπαρκείς. Η σύγκρουση της περιόδου της οικονομικής κρίσης (2009-2019) είναι στην πραγματικότητα η σύγκρουση ανάμεσα αφενός μεν στη ρητορικά προοδευτική αλλά βαθιά και μυωπικά συντηρητική εμμονή στην ιδρυτική εκδοχή του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης, αφετέρου δε στην εναγώνια προσπάθεια να προστατευθεί το ουσιαστικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης: η δημοκρατία, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, η συμμετοχή στον «πρώτο» κόσμο. Είδαμε τα αποτελέσματα της σύγκρουσης αυτής και το τίμημά της.

[…]

Έχω την εντύπωση ότι μπορούμε εντέλει να κατανοήσουμε τη Μεταπολίτευση μέσα από τα μεγάλα δίπολα που ανέδειξε και τα οποία λειτουργούν ως προκλήσεις αλλά και ως οιωνοί για το μέλλον. Η ελληνική ταυτότητα μεταξύ δυτικής ένταξης και ανατολικού αταβισμού, η «αιμομικτική» σχέση μεταξύ κράτους που όλοι το θέλουν πιο αποτελεσματικό και κοινωνίας των πολιτών που ποτέ δεν συγκρότησε τη δική της σαφή σφαίρα, η επίμονη αδυναμία να συγκροτηθεί η σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, η πάντοτε ανοικτή αλλά τραγικά άνιση σύγκρουση μεταξύ λαϊκισμού και πολιτικής υπευθυνότητας, η διαρκής κατίσχυση της πόλωσης έναντι της συναίνεσης, η συνεχής δοκιμασία της δημοκρατίας που μετεωρίζεται μεταξύ ιστορίας και συγκυρίας. Με τον τρόπο αυτόν εισερχόμαστε στη δεύτερη πεντηκονταετία. Ο αναστοχασμός της περιόδου 1974-2024 προκαλεί μια ευεργετική, ελπίζω, μελαγχολία που μπορεί να είναι το προοίμιο της μάχης με το μέλλον.

Αποσπάσματα από άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου (τίτλος του, «Τα μεγάλα δίπολα της Μεταπολίτευσης ως οιωνοί για το μέλλον») στο συλλογικό τόμο της διαΝΕΟσις που τιτλοφορείται «1974- ____: Επιτεύγματα και κρίσεις της Μεταπολίτευσης, προκλήσεις για το μέλλον» (Νοέμβριος 2024).


Στα ανωτέρω, παλαιότερα και σύγχρονα, εύστοχες και πειστικές φρονώ απαντήσεις σε κάθε λογής ερωτήματα που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με το κορυφαίο ζήτημα της πολιτικής επικαιρότητας εντός συνόρων.