Έχοντας πάντα κατά νουν ότι τα όποια διαθέσιμα στοιχεία για την προϊσλαμική αραβική προέρχονται από τους Άραβες εκείνους που δεν είχαν στενές επαφές με τους Έλληνες –αναφερόμαστε σε όσους κατοικούσαν στην περιοχή της Χετζάζ, και ακριβέστερα στη Μέκκα και στα περίχωρά της–, μπορούμε να εξετάσουμε το ζήτημα της παρουσίας ελληνικών λέξεων σε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά μνημεία της πρώιμης αραβικής, το Κοράνι και τη βιογραφία του Μωάμεθ που συνέγραψε ο Ibn Isḥāq, μουσουλμάνος ιστορικός και λόγιος του 8ου αιώνα.

Στο Κοράνι, κατά πρώτον, σε ένα κείμενο αρκετών εκατοντάδων σελίδων, ελάχιστες είναι οι λέξεις που μπορεί να θεωρηθούν με σχετική ασφάλεια ελληνικής προέλευσης, γύρω στις δεκαπέντε. Τα περισσότερα από τα δάνεια αυτά είχαν ενσωματωθεί στη γλώσσα της Χετζάζ (σε αυτήν είναι γραμμένο το Κοράνι) πολύ πριν από την εμφάνιση του Ισλάμ, όπως μαρτυρεί η παρουσία τους και στην προϊσλαμική ποίηση. Και ακόμη, σχεδόν όλες οι εν λόγω λέξεις πέρασαν στην αραβική όχι απευθείας από την ελληνική, αλλά διαμέσου άλλων γλωσσών, κατά κύριο λόγο της αραμαϊκής και της μέσης περσικής (παχλαβί). Όσον αφορά πάλι τη βιογραφία του Προφήτη, ένα κείμενο πολλών εκατοντάδων σελίδων, και εδώ η παρουσία λέξεων ελληνικής προέλευσης είναι ισχνότατη, καθώς αυτές δεν αριθμούνται σε περισσότερες από τριάντα.

Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη και της φύσης των ελληνικών δάνειων λέξεων, είναι ότι η διείσδυση της ελληνικής στην πρώιμη αραβική είναι κατά βάση αποτέλεσμα της ευρύτερης πολιτισμικής κυριαρχίας του ελληνορωμαϊκού κόσμου στην Εγγύς Ανατολή μετά τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και όχι απόρροια εκτεταμένων γλωσσικών επαφών μεταξύ Ελλήνων και Αράβων. Βεβαίως, η διαπίστωση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να διαδραμάτισε η ελληνική κάποιο ρόλο στην εμφανή γλωσσική διαφοροποίηση των αραβόφωνων λαών πριν από την εμφάνιση του Ισλάμ.

Πιο αναλυτικά, από τη μια μεριά υπάρχει η αραβική της μη νομαδικής φυλής των Ναβαταίων στην Πέτρα της Ιορδανίας, που υπενθυμίζουμε ότι εξελληνίστηκαν, εκχριστιανίστηκαν και λειτούργησαν –ως ρωμαίοι Άραβες από ένα χρονικό σημείο και μετά, αφού τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη– ως εμπροσθοφυλακή έναντι των νομαδικών αραβικών πληθυσμών, αλλά και ως μέσο πολιτικού ελέγχου τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η εντελώς αμάρτυρη γλώσσα των Ναβαταίων –μια και οι σωζόμενες επιγραφές τους είναι γραμμένες στην αραμαϊκή, τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν για διοικητικούς σκοπούς– βρισκόταν σε στενή επαφή με την ελληνική ήδη από τους Ελληνιστικούς Χρόνους.

Από την άλλη, υπάρχει η αραβική των φυλών της ενδοχώρας της αραβικής χερσονήσου –είτε εδραίων είτε νομαδικών–, που ουδέποτε υποτάχθηκαν στην εξουσία των Ρωμαίων ή των Βυζαντινών. Η γλώσσα τους, αυτή που συναντάται στο Κοράνι, στην προϊσλαμική ποίηση και σε ορισμένα πεζά των δύο πρώτων ισλαμικών αιώνων, κατέστη η κλασική αραβική, προφανώς λόγω της τεράστιας επιρροής που έμελλε να ασκήσει το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων. Ωστόσο, πέραν της κυρίαρχης αυτής γλώσσας, γνωρίζουμε από πληθώρα σχετικών κειμένων σε παπύρους των δύο πρώτων ισλαμικών αιώνων την ύπαρξη και μιας άλλης μορφής της αραβικής, κατώτερης στάθμης και με χαρακτηριστικά μάλλον καθομιλουμένης. Η γλώσσα αυτή, η λεγόμενη χριστιανική ή μέση αραβική, είναι βέβαιο ότι υπήρχε ήδη κατά την έναρξη της Ισλαμικής Περιόδου. Άγνωστο παραμένει το εάν η διγλωσσία αυτή των φυλών που διαβιούσαν στο εσωτερικό της αραβικής χερσονήσου συναρτάται με το βαθμό επαφής που είχαν οι διάφοροι ομιλητές της αραβικής με την ελληνική γλώσσα.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, γερμανόφωνη έκδοση της βιογραφίας του Μωάμεθ που συνέγραψε ο Ibn Isḥāq.

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με την αραβική γλώσσα (Μέρος Α’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με την αραβική γλώσσα (Μέρος Β’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με την αραβική γλώσσα (Μέρος Γ’)