Το καλοκαίρι του 1943 ο Γερμανικός Στρατός προετοίμαζε τη διεξαγωγή μιας μεγάλης κλίμακας επίθεσης κατά της εξέχουσας του Κουρσκ, την οποία οι Γερμανοί επιθυμούσαν να αποκόψουν από το υπόλοιπο μέτωπο, προκειμένου να εγκλωβίσουν εντός αυτής μεγάλο αριθμό σοβιετικών στρατευμάτων και να ανοίξουν το δρόμο για τις καθοριστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που θα έθεταν τη Σοβιετική Ένωση εκτός πολέμου.

Όταν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση, στις 5 Ιουλίου 1943, οι Ρώσοι είχαν μετατρέψει ήδη την εξέχουσα του Κουρσκ σε ένα τεράστιο οχυρό.


Στην καθοριστική σύγκρουση που ακολούθησε, οι σοβιετικές δυνάμεις κατάφεραν να εξασθενίσουν σε σημαντικό βαθμό τις ιδιαίτερα αξιόλογες τεθωρακισμένες δυνάμεις της Γερμανίας και, τελικά, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων.


Με την αντεπίθεση που εξαπέλυσαν ακολούθως, οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού κατόρθωσαν να προελάσουν έως τα ερείπια του Βερολίνου.

Τα προηγηθέντα

Στα μέσα Μαρτίου του 1943, όταν άρχισε η rasputitsa, η περίοδος κατά την οποία λιώνουν ταχέως τα χιόνια και προαναγγέλλεται η έλευση της άνοιξης στη Ρωσία, ερρίφθη ο κύβος για τη διεξαγωγή της ευρέως γνωστής Μάχης του Κουρσκ. Η άνοδος της θερμοκρασίας και η συνακόλουθη τήξη των πάγων είχαν μετατρέψει τα μεν ποτάμια σε ορμητικούς χειμάρρους, τους δε δρόμους σε λασπότοπους, που δεν ήταν δυνατόν να διαβούν ούτε άνθρωποι ούτε μηχανήματα.

Διαβάστε επίσης: Χίτλερ – Στάλιν: Ο κόσμος δεν ήταν αρκετά μεγάλος για δύο τέτοια τέρατα

Ενόσω οι εξουθενωμένες γερμανικές και σοβιετικές στρατιές αξιοποιούσαν την ανάπαυλα από τις μάχες, τον καρπό των νόμων της φύσης, για να ξεκουραστούν και να ανασυγκροτηθούν ύστερα από τις εργώδεις προσπάθειες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι επιτελείς των αντιμαχόμενων πλευρών κατέστρωναν ήδη τα σχέδια που ήταν αναγκαία για τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων στην περίοδο των υψηλότερων θερμοκρασιών που θα ακολουθούσε.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός των αντιπάλων

Ύστερα από δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τους θερινούς μήνες των ετών 1941 και 1942 η Γερμανία δεν είχε κατορθώσει να καταστρέψει το Σοβιετικό Στρατό. Στην πραγματικότητα, την άνοιξη του 1943 πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της Στρατιάς Ανατολής αποδέχονταν σιωπηρά ότι γινόταν ολοένα και λιγότερο πιθανή η ήττα της Σοβιετικής Ένωσης και η επικράτηση της Γερμανίας στο Ανατολικό Μέτωπο. Αυτό που συζητούσαν πλέον ήταν η στρατηγική που θα μπορούσε να υιοθετήσει η Βέρμαχτ το καλοκαίρι του 1943, ώστε να αποτρέψει την ήττα της και να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα δεδομένων των συνθηκών, δηλαδή την ισοπαλία, που θα ανάγκαζε τη Σοβιετική Ένωση να προβεί σε πολιτική διευθέτηση της ένοπλης αντιπαράθεσής της με τη Γερμανία.


Για τη Σοβιετική Ένωση, που είχε υπομείνει τις μεγάλης κλίμακας και παραλίγο μοιραίες για εκείνη γερμανικές επιθέσεις των ετών 1941 και 1942, η επιβίωσή της ως έθνους δεν ετίθετο πλέον εν αμφιβόλω. Στο πλαίσιο των σχεδίων που εκπονούσαν για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του θέρους του 1943, οι υπεύθυνοι στρατηγικού σχεδιασμού της Σοβιετικής Ένωσης έδιναν πλέον προτεραιότητα στην εξάλειψη της ικανότητας της Βέρμαχτ να αντεπεξέρχεται στην ολοένα και μεγαλύτερη επιθετική δραστηριότητα του Κόκκινου Στρατού.

Η εξέχουσα του Κουρσκ

Καθώς εξέταζαν προσεκτικά τους χάρτες της Νότιας Ρωσίας, τόσο οι γερμανοί όσο και οι ρώσοι υπεύθυνοι στρατηγικού σχεδιασμού στύλωναν τα μάτια τους πάνω στην τεράστια εξέχουσα βορείως του Χαρκόβου και επικέντρωναν την προσοχή τους στην αρχαία πόλη του Κουρσκ.


Έχοντας το σχήμα μιας γροθιάς, η εξαιρετικά μεγάλη αυτή εδαφική προεξοχή εντός των γερμανικών γραμμών, με μέτωπο 400 περίπου χιλιομέτρων, αλλά και άνοιγμα μόλις 110 περίπου χιλιομέτρων βορείως και νοτίως του κέντρου της, είχε συνολική έκταση ίση κατά προσέγγιση με το ήμισυ της έκτασης της Αγγλίας. Η υπερμεγέθης εξέχουσα, που παρείχε πολλές στρατιωτικές δυνατότητες τόσο στους Γερμανούς όσο και στους Ρώσους, βρέθηκε στο επίκεντρο των προσπαθειών και των σχεδίων τους, που αποκορυφώθηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια μάχη που έμελλε να καθορίσει τη μοίρα του «χιλιόχρονου Ράιχ» του Χίτλερ.

Η Επιχείρηση CITADEL

Οι Γερμανοί αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή την Επιχείρηση CITADEL, την από κοινού επίθεση της Ομάδας Στρατιών Κέντρου και της Ομάδας Στρατιών Νότου κατά της εξέχουσας του Κουρσκ, αμέσως μόλις οι καιρικές συνθήκες θα ήταν κατάλληλες για τη διεξαγωγή της. Με μια κλασική κυκλωτική επιχείρηση (κίνηση λαβίδας) θα εξαλειφόταν η σοβιετική εξέχουσα και θα εξοντώνονταν οι εχθρικές δυνάμεις που θα βρίσκονταν εντός αυτής.


Η διακοπή των επιχειρήσεων πριν από την έναρξη της Επιχείρησης CITADEL επέτρεψε στις γερμανικές δυνάμεις που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση να βρεθούν σε κατάσταση ετοιμότητας που ποτέ άλλοτε δεν είχε επιτευχθεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Όμως, η γερμανική διάταξη μάχης παρουσίαζε αδυναμίες, που έμελλε να έχουν σοβαρό αντίκτυπο στη διεξαγωγή της επιχείρησης. Η πλέον σημαντική αδυναμία συνίστατο στη μείωση του αριθμού των διαθέσιμων μεραρχιών Πεζικού, καθώς και στην ελάττωση του έμψυχου δυναμικού καθεμιάς από αυτές.


Η ακλόνητη πίστη του Χίτλερ στη CITADEL εδραζόταν στην πεποίθησή του ότι απλώς και μόνον η ισχύς των μεραρχιών panzer και η ορμή με την οποία αυτές ρίχνονταν εναντίον του εχθρού θα οδηγούσαν αναπότρεπτα στη νίκη των Γερμανών. Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των γερμανικών τεθωρακισμένων που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της CITADEL ήταν άνευ προηγουμένου, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι προορίζονταν για την επίθεση που επρόκειτο να εξαπολυθεί σε ένα τόσο περιορισμένο μέτωπο.

Οι γερμανικές δυνάμεις

Μόλις δύο έτη νωρίτερα ο Χίτλερ είχε χρησιμοποιήσει 3.332 άρματα μάχης για να εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση, σε ένα μέτωπο συνολικού εύρους 1.500 περίπου χιλιομέτρων.


Στο πλαίσιο της CITADEL θα χρησιμοποιούσε 2.700 άρματα μάχης και πυροβόλα εφόδου σε ένα μέτωπο εύρους μόλις 100 περίπου χιλιομέτρων, ενώ ο Γερμανικός Στρατός, πρώτη φορά μετά την Επιχείρηση ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ, θα χρησιμοποιούσε άρματα μάχης ανώτερα από εκείνα του Κόκκινου Στρατού.


Προς υποστήριξη αυτής της τεράστιας δύναμης τεθωρακισμένων η Λουφτβάφε είχε συγκεντρώσει 1.800 αεροσκάφη, περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής δύναμης που διέθετε στο Ανατολικό Μέτωπο.

Το σοβιετικό αμυντικό σύστημα

Ο Σοβιετικός Στρατός, από την πλευρά του, κατόπιν αποφάσεως που ελήφθη στις 12 Απριλίου, άρχισε να κινητοποιεί τον άμαχο πληθυσμό, προκειμένου αυτός να συμβάλει στην προετοιμασία των αμυντικών θέσεων της εξέχουσας του Κουρσκ. Στα τέλη Απριλίου 105.000 και πλέον άμαχοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ενώ τον Ιούνιο οι άμαχοι που συμμετείχαν στην πολεμική προετοιμασία ανέρχονταν σε 300.000. Η προσφορά τους συνίστατο στην κατασκευή μιας σειράς αμυντικών θέσεων που είχαν σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εγκλωβίσουν, να οδηγήσουν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και να εξοντώσουν το μεγάλο αριθμό τεθωρακισμένων που θεωρούνταν βέβαιο ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί.


Προς υποστήριξη των αμυντικών θέσεων του Κεντρικού Μετώπου και του Μετώπου Voronezh διατέθηκαν 20.000 και πλέον πυροβόλα και όλμοι, 6.000 αντιαρματικά πυροβόλα και 920 πυροβολαρχίες ρουκετών τύπου Katyusha.


Κατά τη διάρκεια της άνοιξης οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού τοποθέτησαν περισσότερες από 40.000 νάρκες σε ολόκληρη την εξέχουσα του Κουρσκ, σε περιοχές με καλλιέργειες σιτηρών και ηλίανθων, που, στην καρδιά του θέρους, καθιστούσαν τις νάρκες αόρατες.

Οι οχυρές θέσεις της εξέχουσας του Κουρσκ συνδέονταν μεταξύ τους με ένα τεράστιο δίκτυο χαρακωμάτων, συνολικού μήκους 5.000 χιλιομέτρων περίπου. Το βάθος του σοβιετικού αμυντικού συστήματος ήταν εκπληκτικό: οκτώ αμυντικοί δακτύλιοι συνολικού βάθους σχεδόν 180 χιλιομέτρων.

Η Μάχη του Κουρσκ και τα επακόλουθά της

Οι άνδρες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, βλέποντας τις τεράστιας κλίμακας προετοιμασίες και τον αριθμό των δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί ένθεν κακείθεν, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι η μάχη που επέκειτο ήταν ιδιαίτερα σημαντική.


Ακόμη και ο Χίτλερ, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει τα πάντα στο Κουρσκ, ισχυρίστηκε το ίδιο στο προσωπικό μήνυμά του προς τους άνδρες του: «Την ημέρα αυτή θα λάβετε μέρος σε μια επίθεση άκρως σημαντική, από την έκβαση της οποίας ενδέχεται να κριθεί το μέλλον ολόκληρου του πολέμου».

Η Επιχείρηση CITADEL τέθηκε τελικά σε εφαρμογή από γερμανικής πλευράς στις 5 Ιουλίου 1943. Στο βόρειο και το νότιο τομέα της εξέχουσας του Κουρσκ οι γερμανικές δυνάμεις είχαν πολύ περιορισμένα εδαφικά κέρδη εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης και των ισχυρών αμυντικών θέσεων των Σοβιετικών. Οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς που προέβλεπε ο επιχειρησιακός σχεδιασμός τους.


Στις κατοπινές ημέρες, από τις 7 έως τις 10 Ιουλίου, πανίσχυρες γερμανικές δυνάμεις έπληξαν κατ’ επανάληψιν τις αμυντικές γραμμές των Σοβιετικών, προκαλώντας βαρύτατες απώλειες στον εχθρό, αλλά και καταβάλλοντας οι ίδιες βαρύ φόρο αίματος. Οι συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στον αγροτικό οικισμό Ponyri χαρακτηρίστηκαν μια μικρογραφία της Μάχης του Στάλινγκραντ.


Στις 11 και 12 Ιουλίου οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη τους τελευταίους εφεδρικούς σχηματισμούς τους, ενώ η επιθετική δραστηριότητα της 9ης Γερμανικής Στρατιάς πρακτικώς ανεστάλη. Τη 12η Ιουλίου διεξήχθη μια από τις μεγαλύτερες αρματομαχίες όλων των εποχών, όταν το II Σώμα Panzer SS συγκρούστηκε με την 5η Στρατιά Φρουρών και την 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών στην Prokhorovka. Καταστράφηκαν περί τα 700 γερμανικά και σοβιετικά άρματα μάχης.


Στις 13 Ιουλίου 1943 ο Χίτλερ διέκοψε την Επιχείρηση CITADEL. Με την εν λόγω απόφαση ο Φύρερ παραδεχόταν ότι δεν ήταν δυνατόν να επανέλθει η CITADEL σε ομαλή πορεία, καθώς και ότι οι Γερμανοί είχαν υποστεί στην πραγματικότητα μια καθοριστική ήττα.


Όσον αφορά τα επακόλουθα της Μάχης του Κουρσκ, στις 17 Ιουλίου 1943 ο Χίτλερ έδωσε εντολή στο II Σώμα Panzer SS να αποσυρθεί από το μέτωπο, στις 23 Αυγούστου οι Σοβιετικοί ανακατέλαβαν το Χάρκοβο, ενώ στις 7 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί άρχισαν να αποσύρονται από την Ουκρανία.