Να μεταφέρουμε κάθε δραστηριότητα στο ύπαιθρο μάς εξορκίζει ο Μανώλης Δερμιτζάκης, καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Να αποφεύγουμε όσο το δυνατόν τους κλειστούς χώρους-γιάφκες του Covid. Αμα μπορούσαμε να σύρουμε και τα κρεβάτια μας στα μπαλκόνια, να μπαμπουλωνόμαστε με κουβέρτες και παλτά και να κοιμόμαστε κάτω από τ’ άστρα, θα ήταν – φαντάζομαι – ευχής έργον.

Λογικότατο ακούγεται. Δείτε το γραφιστικό μοντέλο που δημοσίευσαν οι «New York Times», μία προσομοίωση σχολικής τάξης όπου ένας στους τριάντα μαθητές είναι φορέας του κορωνοϊού. Δείτε πώς, αναπνέοντας και μόνο, το παιδί μολύνει μέσα σε δύο ώρες όλους τους συμμαθητές του. Δείτε κι ανοίξτε τέντα τα παράθυρα και βγάλτε τα θρανία στις αυλές!

Με τη διαφορά ότι επιστήμονες αντίστοιχου κύρους με τον κύριο Δερμιτζάκη μάς συμβούλευαν, από πέρυσι τέτοιο καιρό, το ακριβώς αντίθετο. «Μένουμε Μέσα, Μένουμε Ασφαλείς» ήταν το σύνθημα, το «εν τούτω νίκα» στον πόλεμο της πανδημίας. Το επαναλάμβαναν χίλιες φορές τη μέρα, το έκαναν τηλεοπτικό σποτ, μονάχα στον Λυκαβηττό που δεν το έστησαν με πελώρια γράμματα. Τότε ακόμα θα μου πείτε, ο ιός δεν είχε διαδοθεί στην κοινότητα. Σωστά…

Κι όταν ο Σωτήρης Τσιόδρας μάς εξηγούσε πως η χρήση μάσκας όχι απλώς δεν προφυλάσσει αλλά και αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης, προφανώς λειτουργούσε με βάση τα δεδομένα που είχε στη διάθεσή του. Τότε όπλο μας ήταν τα σπρέι. Υστερικά ραντίζαμε κάθε επιφάνεια πριν την ακουμπήσουμε. Κι απολυμαίναμε τα χέρια μας μέχρι να ξεφλουδίσει το δέρμα.

Εάν συγκεντρώναμε όλες τις οδηγίες που έχουν δοθεί, όλες τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί, όλες τις διευκρινίσεις επί διευκρινίσεων που αντί να διαφωτίζουν μπερδεύουν, θα είχαμε έργο εφάμιλλο του Ιονέσκο.

Η σκοτεινή πλευρά της πανδημίας είναι ασφαλώς οι διασωληνωμένοι και οι νεκροί. Η ευτράπελη; Ενας άνθρωπος που βγαίνει βόλτα με άλλοθι τον προσφάτως αποκτηθέντα σκύλο του, φοράει διπλή μάσκα ενώ ο κοντινότερος πεζός βρίσκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοιτάζει κάθε τόσο το ρολόι του για να επιστρέψει σπίτι πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας.

Ας δείξουμε επιείκεια προς τις ηγεσίες. Παρόμοια κατάσταση δεν είχε αντιμετωπίσει ο κόσμος σε βάθος τριών γενεών. Και οι αντιφάσεις είναι συγγνωστές και οι στραβοτιμονιές και οι πρόωροι ακόμα πανηγυρισμοί.

Φαεινή ιδέα θεωρήθηκαν τα sms στο 13033. Μέχρι που οι Ελληνες τα μπούχτισαν κι άρχισαν μαζικά να τα περιγελάνε. «Κουλουβάχατα!» πληκτρολόγησα προχθές αντί για το ονοματεπώνυμό μου. «Κουλουβάχατα!» ενέκρινε το μηχάνημα τη μετακίνηση.

Πολιτικό θάρρος απαιτούσε το κλείσιμο της εστίασης με κατά το δυνατόν αποζημίωση των εργαζόμενων. Δεν είχαν – φευ! – αντιληφθεί οι θαρραλέοι ότι μετά το αρχικό μούδιασμα θα ξεκινούσαν τα τσιμπούσια κατ’ οίκον. Θα έδιναν και θα έπαιρναν οι προσκλήσεις για κρασοκατάνυξη. «Και πώς θα έρθουμε;». «Με τον κωδικό 4, «βοήθεια σε ανήμπορους». Κρατάτε και κάνα φάρμακο για να το δείξετε άμα σας σταματήσει η Αστυνομία». Ακούγονται τώρα φωνές πως το λουκέτο στην εστίαση ήταν λάθος. Πως μια ταβέρνα με αραιά τραπέζια στο πεζοδρόμιο ελέγχεται αποτελεσματικότερα απ’ τις κατάμεστες πλατείες κι από τα μυστικά δείπνα. Επιμυθείς…

Εκείνο βασικά που είχαν παραβλέψει οι καθοδηγητές μας είναι ότι η καραντίνα διαρκεί – το λέει και η λέξη – σαράντα μέρες. Οχι έναν χρόνο και πλέον.

Σήμερα πού βρισκόμαστε; Ενώ το «βαθύ κόκκινο» έχει καταντήσει ευφημισμός, η πανδημία, μας διαβεβαιώνουν, αποδράμει. Ενώ οι εντατικές ξεχειλίζουν, προαναγγέλλεται σταδιακή άρση των περιορισμών. Ενώ οι μεταλλάξεις πληθαίνουν, πολιτικές και οικονομικές ίντριγκες μοιάζουν να παίζονται με τα εμβόλια, που άλλοτε δοξάζονται κι άλλοτε δαιμονοποιούνται. Και οι άνθρωποι απανταχού δεν ξέρουν πλέον τι να πιστέψουν. Ενα «τσικ» είναι από το να στήσουν σε κάθε ξέφωτο οργιαστικούς χορούς, όπως οι πρόγονοί τους στον Μεσαίωνα, στον καιρό της χολέρας και της πανούκλας.

Ας ελπίσουμε ότι το βαθύ σκοτάδι προαναγγέλλει όντως την αυγή. Ειδάλλως, «των οικιών ημών εμπιπραμένων» – με φωτιά στα μπατζάκια μας – «ημείς θα άδομεν.» Και καλά ίσως θα κάνουμε…