Δε γεννήθηκαν εδώ από Έλληνες γονείς, αλλά σε αυτά τα μέρη κινδύνεψαν για να σώσουν Έλληνες από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι. Είναι οι ψαράδες, που η Πολιτεία τίμησε για τη θυσία τους παρέχοντάς τους ένα πολύτιμο αγαθό, την ελληνική ιθαγένεια.

«Πριν κλείσω τα 16 ήρθα στην Ελλάδα», λέει ο Μαχμούντ Μούσα, ψαράς, ο οποίος ακολούθησε έναν ξάδερφό του και από τότε μένει εδώ. «Δεν ήξερα λέξη ελληνικά», σημειώνει και μιλά για τον αγώνα του από τότε με το ελληνικό κράτος.

Παρόμοια είναι και η ιστορία του Ervin Xheka, επίσης ψαρά, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα το ‘96.

«Σκέφτηκα να δώσω εξετάσεις για την ιθαγένεια αλλά είχα ρωτήσει και άλλους που είχαν κάνει την προσπάθεια. Ήταν πολύ δύσκολο», λέει και μιλά για την πρώτη του δουλειά που ήταν στα καπνά.

«Δεν ήξερα την γλώσσα και έπρεπε να βρω μια δουλειά για να αποφεύγω να μιλάω».

Από το ’98 ζει στη Νέα Μάκρη και τα όσα έζησε με την πυρκαγιά στο Μάτι θα τον στοιχειώνουν για πάντα.

«Ήρθαμε στο λιμάνι να δούμε αν έφυγε καμιά βάρκα. Με το που έφτασα, είδα ένα φουσκωτό με 15 ανθρώπους και τότε κατάλαβα πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα».

Συγκλονιστική είναι και η εμπειρία του Μαχμούντ, ο οποίος μόλις έμαθε για τη φωτιά, έτρεξε να βοηθήσει.

«Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας», λέει και εξηγεί πώς κατάφερε να σώσει δεκάδες ανθρώπους από την πύρινη λαίλαπα.

Οι ηρωικές πράξεις και των δύο, οδήγησαν στην βράβευσή τους από την Ελληνική Πολιτεία και από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, με την παροχή της ελληνικής ιθαγένειας.

«Ένιωθα χαρά και ευχαρίστηση γιατί μπορώ να ανοίξω μια πόρτα στη ζωή μου», λέει ο Μαχμούντ περιγράφοντας την στιγμή που έλαβε την ελληνική ιθαγένεια, ενώ παρόμοια συναισθήματα είχε και ο Ervin.

«Όταν έχεις τα χαρτιά μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς κανένα πρόβλημα. Αυτό ήθελα εγώ, να είμαι νόμιμος. Αισθάνομαι πιο ελεύθερος», λέει.