Από τη διαρκή χρήση της λέξης «αποστασία» μέχρι τις ευθείες αναφορές στο 1965 η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις με όρους Ιουλιανών. Η πολιτική σκοπιμότητα είναι προφανής. Τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965 έμειναν στη συλλογική μνήμη ως αντιδημοκρατική εκτροπή που προετοίμασε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.

Όμως, είναι τουλάχιστον αστείο να αναζητά κανείς ιστορικές αναλογίες με το σήμερα.

Το 1965 η χώρα μπήκε σε μια βαθιά πολιτική κρίση. Η άνοδος της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, σε συνδυασμό με την ισχυρή παρουσία της αριστεράς γύρω από την ΕΔΑ, αποτύπωνε μια προοδευτική και ριζοσπαστική δυναμική που στρέφονταν ενάντια στο αυταρχικό μετεμφυλιακό καθεστώς.

Το Παλάτι όσο και ο Στρατός  θεωρούσαν ότι αυτό ήταν αρνητική εξέλιξη και αναζητούσαν τρόπο να το ανακόψουν. Οικονομικοί παράγοντες μοιράζονταν αυτή την ανησυχία, ενώ ούτε και οι Αμερικανοί ήθελαν να δουν έναν «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο να αλλάζει ριζικά προσανατολισμό.

Ο πειρασμός της ανατροπής της κυβέρνησης ή ακόμη και του πραξικοπήματος ήταν μεγάλος για όλες αυτές τις δυνάμεις.

Την ίδια στιγμή διάφοροι πολιτικοί τόσο από τη Δεξιά όσο και από την ίδια την Ένωση Κέντρου μοιράζονταν τον ίδιο φόβο ότι τα πράγματα πάνε υπερβολικά «αριστερά». Άλλοι πάλι ανησυχούσαν ότι οι φόβοι όλων των παραπάνω θα οδηγούσαν σε πραξικόπημα οπότε θεωρούσαν ότι μια κυβέρνηση με διαφορετική σύνθεση, αποτελούμενη από την ΕΡΕ και τους «σώφρονες» της Ένωσης Κέντρου θα ήταν μια λύση. Από κοντά και επιχειρηματίες έτοιμοι να συνεισφέρουν οικονομικά για την ευόδωση του ενός ή του άλλου πολιτικού σχεδίου.

Η άλλη γνώμη του λαού

Όλα αυτά συνέκλιναν στην Αποστασία. Το κοινοβουλευτικό μέρος της ανατροπής μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης επιτεύχθηκε. Ωστόσο, ήταν εμφανές ότι η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων είχε άλλη γνώμη.

Και έτσι είχαμε τα Ιουλιανά. Μια αυθεντική λαϊκή εξέγερση τεράστιας κλίμακας, η οποία μπορεί να μην κέρδισε, ωστόσο άφησε βαθιά ίχνη.

Η συνέχεια γνωστή: οι εκλογές του 1967 ήταν βέβαιο ότι θα αποτύπωναν και πάλι μια δυναμική ριζοσπαστικοποίησης. Τόσο ο βασιλιάς με τους στρατηγούς, όσο και οι συνταγματάρχες με το δικό τους πραξικόπημα και τις επαφές στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες θεωρούν ότι χρειάζεται πραξικόπημα. Πιο καλά προετοιμασμένοι οι συνταγματάρχες προλαβαίνουν τους στρατηγούς και η χώρα μπαίνει στο γύψο.

Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ούτε Παλάτι υπάρχει να εξυφαίνει συνωμοσίες ούτε ο Στρατός έχει κάποιο αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο. Άρα θεσμικός πόλος να θέλει πραξικόπημα δεν υπάρχει. Υπάρχουν βέβαια οι παρεμβάσεις των «θεσμών» αλλά αυτές κανείς πλέον δεν τολμά να τις καταδικάζει ως πραξικοπηματικές.

Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η χώρα δεν είναι σε μια συνθήκη όπου κάποιοι θέλουν να παραχαράξουν τη λαϊκή βούληση.

Η κρίση της κυβέρνησης Τσίπρα

Τα πράγματα είναι απλά:  η κυβέρνηση Τσίπρα περνάει κρίση επειδή έχει μεγάλες αντιδράσεις για πολιτικές της και επειδή ο κυβερνητικός εταίρος των ΑΝΕΛ αντιμετωπίζει την οργή της εκλογικής βάσης επειδή με τη στάση απέναντι στο Μακεδονικό προδίδει υποτιθέμενες αξίες του κόμματος. Ορισμένοι βουλευτές, που ακούν την οργή την ψηφοφόρων και φοβούνται ότι θα χάσουν τη βουλευτική τους έδρα επιλέγουν να διαφοροποιηθούν. Και επειδή ούτως ή άλλως είχαμε κυβέρνηση με ισχνή μειοψηφία, ακόμη και μία αποχώρηση μετράει.

Όλα αυτά είναι φυσιολογικό να συμβαίνουν σε μία δημοκρατία. Το ενδεχόμενο βουλευτές να αποχωρήσουν από τα κόμματα με τα οποία εκλέχτηκαν επειδή αυτά απομακρύνθηκαν από τις αρχές τους αποτελεί τμήμα της λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχομένου να βρεθεί έτσι μια κυβέρνηση  αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χάσει τη δεδηλωμένη και να πάμε σε εκλογές.

Ας μην τρελαθούμε, το να πάμε σε πρόωρες εκλογές δεν είναι πραξικόπημα. Για την ακρίβεια θεωρείται «αναβάπτιση στη λαϊκή εντολή». Και μάλιστα με την προοπτική μετά από αυτές να μην έχουμε κάποια σημαντική αλλαγή πολιτικής, αφού ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έχουν αποδεχτεί τον πυρήνα της λογικής των μνημονίων.

Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι η κυβέρνηση από προχτές μιλάει για «αποστασία», από όσο παρατηρήσαμε δεν διοργανώθηκε καμιά μεγάλη διαδήλωση κατά των αποστατών. Και από όσο είδαμε τα πλακάκια στη Σταδίου είναι όλα στη θέση τους, ενώ το 1965 είχαν ξηλωθεί τα πεζοδρόμια. Ούτε είδαμε και κανένα δραματικό διάγγελμα του πρωθυπουργού, παρά μόνο τα απαραίτητα non paper. Όμως αποστασία με  non paper δεν γίνεται.

Ούτε βέβαια αποστασία γίνεται επειδή το έγγραψε στo twitter ο Πάνος Καμμένος που κατάφερε να γίνει εντελώς ρεζίλι ανακοινώνοντας περίπου εισβολή τανκς για να αποδειχτεί ότι απλώς ένας βουλευτής του, υπερσυντηρητικών αντιλήψεων δέχτηκε μια παρέμβαση από τον Ρουβίκωνα που μάλιστα δεν ολοκληρώθηκε καν.

Ολα για την εξουσία

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ανακινεί το θέμα για να ανακόψει τις διαλυτικές τάσεις που αντιμετωπίζει και να παραμείνει στην εξουσία. Απειλεί δηλαδή με τη ρετσινιά του «αποστάτη» όποιον βουλευτή σκέφτεται να διαφοροποιηθεί, ώστε να κρατήσει την «δεδηλωμένη», τουλάχιστον μέχρις ότου ολοκληρωθεί και η προσπάθεια προσεταιρισμού βουλευτών του Ποταμιού.

Δεν την απειλούν «σκοτεινά κέντρα», ούτε κάποιοι απεργάζονται πραξικόπημα. Πολιτική φθορά εισπράττει για τις επιλογές της και αυτό, όσο και εάν δεν θέλει να το παραδεχτεί, είναι τμήμα του δημοκρατικού παιχνιδιού.

Ας σταματήσει, επομένως, τις ανιστόρητες αναφορές, ιδίως μάλιστα όταν αυτές αποτελούν και προσβολή της ιστορικής μνήμης. Τα Ιουλιανά κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων. Τα… Ιουνιανά των Τσιπροκαμμένων θα μείνουν στην ιστορία απλώς ως ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα.

Όπως στην μπάλα δεν φταίει πάντα η διαιτησία, και στην πολιτική δεν χρειάζεται να γίνει… αποστασία. Απλώς κάποια στιγμή ο κύκλος κάθε κυβέρνησης κλείνει αργά ή γρήγορα, ιδίως όταν προσκρούσει στη λαϊκή δυσαρέσκεια.