Πάνω από 40 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ και όπως φαίνεται οι πληγές από την μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου δεν λένε να επουλωθούν.

Χιλιάδες Αμερικανοί, βετεράνοι στρατιώτες του πολέμου του Βιετνάμ, γυρνώντας πίσω στις ΗΠΑ δεν κατάφεραν ποτέ τους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της ζωής τους.

Έτσι, πολλοί εξ’ αυτών επέλεξαν λίγο μετά τα πρώτα -ηντα τους να επιστρέψουν στην ασιατική χώρα και να ξεκινήσουν εκεί μια νέα, δεύτερη ζωή, ευελπιστώντας πως το Βιετνάμ θα τους χαρίσει τη γαλήνη που αποζητούσαν εδώ και δεκαετίες.

Όπως μάλιστα σημειώνει το σχετικό ρεπορτάζ του BBC, «πολλοί από αυτούς θεωρούν πως η νέα τους ζωή εκεί θα τους δώσει συγχώρεση αμαρτιών για τα λάθη που έπραξαν κατά την πρώτη τους παρουσία εκεί».

«Όταν επέστρεψα από το Βιετνάμ, το «έχασα» τελείως και πέρασα είκοσι χρόνια βυθισμένος στο σεξ, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Ζούσα την ζωή ενός τυχοδιώκτη που απλώς μετακινιόταν από την μια πόλη στην άλλη, δίχως σκοπό. Για μένα δεν είχε σημασία αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός», λέει ο 66χρονος Ρίτσαρντ Πάρκερ.

«Οσο ήμουνα εκεί ως στρατιώτης, είχα υποστεί τόσο μεγάλη πλύση εγκεφάλου, ώστε το μόνο που ήθελα ήταν να σκοτώνω κομμουνιστές. Όταν όμως επέστρεψα στις ΗΠΑ, άρχισα να αγαπάω εκείνους τους ανθρώπους και αναρωτιόμουν «γιατί τους σκότωσα; Αφού το μόνο που ήθελαν ήταν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και να καλλιεργούν ρύζι», λέει σήμερα ο συνταξιούχος Αμερικανός, προσθέτοντας ότι ο μόνος τρόπος για να κάνει ειρήνη με το παρελθόν του ήταν να πάει και να ζήσει στο Βιετνάμ.

Και το κατάφερε, όπως λέει.

Όπως, αντίστοιχα, το κατάφερε και ο 73χρονος Λάρι Βέτερ, ο οποίος ζει στη πόλη Ντα Νάνγκ μαζί με τη Βιετναμέζα σύζυγό του, Ντοάν Χα. Ο Βέτερ πήγε στη χώρα το 2012, αρχικά για να εργαστεί εθελοντικά ως μέλος της ανθρωπιστικής οργάνωσης Child of War Vietnam.

Ταυτόχρονα με την εθελοντική του εργασία, βοηθούσε ηθικά και υλικά τα δυο παιδιά μιας οικογένειας που γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες λόγω του «Agent Orange», ενός επικίνδυνου φυτοκτόνου και αποφυλλωτικού που χρησιμοποιήθηκε από τον αμερικανικό στρατό για την αποψίλωση μεγάλων δασικών περιοχών στο Βιετνάμ.

«Πίσω στις ΗΠΑ όλα μου έμοιαζαν πως δεν είχαν νόημα. Ένιωθα σαν το κομμάτι ενός παζλ που δεν έχει ολοκληρωθεί. Κι από τη στιγμή που η επίσημη κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει κάτι ως ένδειξη συγγνώμης, θα το κάνω εγώ εκ μέρους της», τονίζει ο Βέτερ, το σπίτι του οποίου κοσμεί εξίσου η αμερικανική και η βιετναμέζικη σημαία.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει, δεν τολμάει καν να ανοίξει την ντουλάπα όπου έχει φυλαγμένη τη στολή και τα όπλα του από την εποχή εκείνη, γιατί θα τον στοιχειώσουν ξανά όλες εκείνες οι άσχημες μνήμες που βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του.

Από παρόμοιο μετατραυματικό στρες πάσχει και ο 66χρονος Ντέιβιντ Εντουαρντ Κλαρκ –κι όχι μόνο αυτός, αλλά το 11% των βετεράνων που επέστρεψαν από τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Όπως παραδέχεται, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να σκεφθεί τον πόλεμο που βίωσε στην Ασία.

«Ήμουν συνεχώς με ένα όπλο Μ-16 στο χέρι και το έβαζα απειλητικά πάνω στο κεφάλι όποιου Βιετναμέζου πλησίαζε, είτε ήταν άντρας, είτε γυναίκα, είτε παιδί. Ήθελα απλώς να με βλέπουν και να με φοβούνται, γιατί έτσι πίστευα πως είχα περισσότερες πιθανότητες να βγω ζωντανός από αυτόν τον πόλεμο», θυμάται σήμερα ο Κλαρκ, γυρνώντας πίσω στο 1968.

Όπως τόσοι άλλοι, έτσι και αυτός γυρνώντας στις ΗΠΑ το έριξε στα ναρκωτικά και το ποτό και ηρέμησε μόνο όταν το 2007 επέστρεψε στο Βιετνάμ.

Πήγε στα ίδια βουνά όπου πολέμησε πριν σαράντα χρόνια. «Στην κορυφή των λόφων εκείνων κατακλύστηκα από ένα αίσθημα γαληνής που όμοιο του δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά. Δεν ακούγονταν βόμβες, ούτε αεροπλάνα να πετάνε. Μόνο τότε κατάλαβα ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε τελειώσει», ομολογεί.

Η ώρα της εξιλέωσης είχε καταφτάσει και για αυτόν.

Επιτέλους.

Κωνσταντίνος Τσάβαλος

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ