Νέα τροπολογία για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών θα καταθέσει στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών, καθώς η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ) έκριναν ως μη συμβατή με το υφιστάμενο πλαίσιο την διάταξη που ψηφίσθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου.

Σημειώνεται πως τις τελευταίες 30 ημέρες ο κλαδικός δείκτης των Τραπεζών στο Χρηματιστήριο Αθηνών καταγράφει πτώση -20,32% η οποία εν πολλοίς σχετίζεται και με την αβεβαιότητα που προκάλεσαν οι κυβερνητικοί χειρισμοί στο θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, καθώς δεν ήταν ευκρινές το εάν οι εποπτικές αρχές της ΕΕ θα αναγνώριζαν βάσει της ελληνικής νομοθεσίας τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.

Ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης είχε αναθέσει ήδη από τις αρχές Ιουλίου στην PriceWaterhouseCoopers την κατάρτιση της σχετικής πρότασης για τον αναβαλλόμενο φόρο – παρακάμπτοντας πλήρως τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Παρά το γεγονός ότι η πρόταση του συμβούλου ήταν έτοιμη ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου το γραφείο υπουργού δεν την κοινοποίησε προς γνωμοδότηση στην ΕΚΤ και στην ΕΒΑ, παρά όταν ψηφίσθηκε.

Αφού εξέτασαν την τροπολογία ΕΚΤ και ΕΒΑ έκριναν ότι για εποπτικούς λόγους θα πρέπει να αλλάξει ώστε η κάλυψη του τυχόν αναπόσβεστου υπολοίπου του αναβαλλόμενου να γίνεται με μετρητά και όχι με ομόλογα (προκειμένου να θεωρηθεί ισότιμο με κεφάλαιο), αλλά και να μειωθεί η διάρκεια συμψηφισμού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων από το PSI και διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων από τα 30 χρόνια στα 20 χρόνια.

Το υπουργείο Οικονομικών αναμένει εκ νέου από την PriceWaterhouseCoopers να προσαρμόσει τις υφιστάμενες διατάξεις στη βάση των παρατηρήσεων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (αυτή τη φορά χωρίς να επαναλάβει τις ίδιες παραλείψεις), ώστε να τις καταθέσει στη Βουλή. Κατά κάποιες εκτιμήσεις οι διατάξεις πρέπει να ψηφισθούν ως το τέλος της εβδομάδας, ώστε να μην προκύψει πρόβλημα με τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ. Άλλες απόψεις αναφέρουν πως η κυβέρνηση θα έχει χρόνο έως τις 9 Νοεμβρίου να το κάνει (μαζί με τα πλάνα κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών).

Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση των ΕΚΤ και ΕΒΑ να καλύπτεται με μετρητά το αναπόσβεστο υπόλοιπο του φόρου -κάτι που προβλέπεται στο πορτογαλικό μοντέλο – συνεπάγεται πως το Ελληνικό Δημόσιο θα υποχρεούται να καλύπτει μέσω αύξησης κεφαλαίου το φόρο που δεν αποσβένεται από τις τράπεζες λόγω ζημιογόνων χρήσεων.

Αν και η δημοσιονομική επιβάρυνση από μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν άμεση και θα αποτυπωνόταν απευθείας σε έλλειμμα και χρέος, οι υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν έχουν ακόμη ενημερωθεί για τις προωθούμενες αλλαγές στον αναβαλλόμενο φόρο. Σημειώνεται πως το ΓΛΚ έχει ήδη προειδοποιήσει για τις πιθανές επιπτώσεις στον Προϋπολογισμό σε περίπτωση που οι απαιτήσεις των τραπεζών δεν συμψηφιστούν στο σύνολο τους με το φόρο εισοδήματος.

Αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις γνώμες που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών -και ειδικά στην τελευταία της γνώμη για το μοντέλο τη Πορτογαλίας – δείχνει πως δεν επικροτεί τον λογιστικό αυτό χειρισμό καθώς αφήνει εκτεθειμένα τα κράτη μέλη από τη σκοπιά του δημόσιου χρέους και τη βιωσιμότητα του.

Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται ο αναβαλλόμενος φόρος δεν συμβάλει στο να σπάσει ο δεσμός μεταξύ του τραπεζικού τομέα και του δημόσιου χρέους. Επισημαίνει δε πως η μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογίας σε φορολογική πίστωση μπορεί να μειώσει τα κίνητρα ή και την κανονιστική ανάγκη προκειμένου οι μέτοχοι να εισφέρουν νέα κεφάλαια στα πιστωτικά ιδρύματα.

Επιπλέον, η ΕΚΤ αναφέρει πως αντιθέτως με την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα με μετρητά από ιδιώτες επενδυτές, η πίστωση φόρου μέσω του αναβαλλόμενου θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα «πρόσθετο βάρος» του κρατικού χρέους.

«Αυτές οι δυνητικοί κίνδυνοι μπορεί να επιδεινωθούν σε χώρες με υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, και, επομένως, μπορεί να συμβάλουν στον οικονομικό κατακερματισμό εντός της ζώνης του ευρώ», τονίζεται χαρακτηριστικά σε γνώμη της ΕΚΤ που δημοσιοποιήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014.

Θανάσης Κουκάκης

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ