Μπορεί να ήταν σύγχρονο, αλλά δεν έχασε την ταυτότητα του. Η ανατροπή, η βία, η παράνοια και ο ακανόνιστος πόθος βρήκαν το «ταίρι» τους μέσα από την παράσταση «Λεωφορείο ο πόθος», που αναμεταδόθηκε ζωντανά από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, Young Vic, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Τετάρτη.
Μπορεί να ήταν σύγχρονο, αλλά δεν έχασε την ταυτότητα του. Η ανατροπή, η βία, η παράνοια και ο ακανόνιστος πόθος βρήκαν το «ταίρι» τους μέσα από την παράσταση «Λεωφορείο ο πόθος», που αναμεταδόθηκε ζωντανά από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, Young Vic, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Τετάρτη.

Το αθάνατο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς για το οποίο ο σπουδαίος αμερικανός θεατρικός συγγραφέας κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, το 1948, επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά την παντοδυναμία του.

Σε μια παράσταση διάρκειας 3,5 ωρών οι ματιές ελλήνων και ξένων θεατών έμειναν καθηλωμένες στην υστερική Μπλανς, που με μεγάλη επιτυχία ενσάρκωσε η Τζίλιαν Άντερσον από τη σειρά X – Files.

Τόσο οι ερμηνείες όσο και η σκηνοθεσία του ανατρεπτικού Μπένεντικτ Άντριους άφησαν μηνύματα και έκλεψαν εντυπώσεις.

Τα σκηνικά λιτά, αλλά έκρυβαν μια δική τους δύναμη. Όταν ερχόταν η ώρα της αλλαγής, τα φώτα έσβηναν και οι ηθοποιοί με γρήγορες κινήσεις αφαιρούσαν ή προσέθεταν στοιχεία στο χώρο.

Η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα έγινε ακόμα πιο ισχνή με την πρωταγωνίστρια Μπλανς να ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν. Στην αδερφή της Στέλλα εμφανίστηκε με το προσωπείο της καλομαθημένης και καθωσπρέπει γυναίκας που δεν ανέχεται χυδαιότητες και απρεπείς εκφράσεις. Στην ουσία, όμως, μετά το θάνατο του συζύγου της, η ζωή της «είδε» ελεύθερη πτώση, καθώς διέμενε σε φτηνά ξενοδοχεία όπου και δεχόταν άντρες.

Τον μετέωρο ψυχισμό της Μπλανς, την υστερία που τη συνοδεύει σε κάθε της κίνηση και λέξη και τον παραλογισμό από τα «χαστούκια» της ζωής που τη μετέτρεψαν σε τραγική φιγούρα, ανέδειξε με έξυπνο τρόπο η Τζίλιαν Άντερσον. Κατάφερε μέσα από το σύγχρονο στήσιμο της παράστασης, που θύμιζε φτωχογειτονιά του σήμερα, να διατηρήσει ατόφιο το χαρακτήρα που έγραψε ιστορία.

Αξιόλογη και η ερμηνεία του Μπεν Φόστερ στον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Μπορεί οι περισσότεροι θεατές να ήθελαν να δουν έναν πιο γοητευτικό άντρα, το βίαιο και αλήτικο, όμως στοιχείο που συνοδεύει το συγκεκριμένο χαρακτήρα διατηρήθηκε στο ακέραιο.

Παρά τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης, η υπόθεση έρεε με κατανοητό τρόπο χωρίς σουρεαλιστικά στοιχεία και υπερβολές. Στην αρχή, ίσως, να δημιουργούνταν «σύννεφα» απορίας που η ιστορία δεν είχε ξετυλίξει τα «πλοκάμια» της και το μάτι ήθελα το χρόνο του για να συνηθίσει τη σύγχρονη εκδοχή του «Λεωφορείο ο πόθος».

Πρόκειται για ένα έργο που «περνά» μέσα από την αλήθεια και το ψέμα, την ανθρωπιά και τη βιαιότητα, την ανασφάλεια και τη σιγουριά, το λογικό και το παράλογο, την ευτυχία και τη δυστυχία.

Ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, στις 3 Δεκεμβρίου 1947, σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν, με την Τζέσικα Τάντι στο ρόλο της Μπλανς και τον Μάρλον Μπράντο, του οποίου η ερμηνεία άφησε εποχή στο ρόλο του Κοβάλσκι.

Στο τέλος του «Λεωφορείο ο πόθος» δημιουργείται «κόμπος» συγκίνησης στο λαιμό. Η φράση που μπορεί να συνοψίσει το νόημα του έργου και εξηγεί τη διαχρονικότητα είναι η εξής:

«Πάντα υπολόγιζα στην καλοσύνη των ξένων». Μια φράση τόσο απλή, αλλά και τόσο μεστή.

Ελισάβετ Σταμοπούλου