Τους όρους και τις προϋποθέσεις μετατροπής ενός συμβατικού αυτοκινήτου σε αεριοκίνητο ορίζει υπουργική απόφαση, ανοίγοντας και τυπικά τον δρόμο για την επέκταση της χρήσης του φυσικού αερίου στη χώρα μας.

Να σημειώσουμε ότι μέχρι σήμερα δικαίωμα κίνησης με τη χρήση πεπιεσμένου φυσικού αερίου διέθεταν μόνο εκείνα τα οχήματα που έφεραν τις απαραίτητες προδιαγραφές από τον κατασκευαστή τους.

Στην Ελλάδα περισσότερα από 600 λεωφορεία και 100 απορριματαοφόρα κινούνται σήμερα με φυσικό αέριο, ενώ δεν είναι λίγοι οι κατασκευαστές που διαθέτουν στην γκάμα τους εκδόσεις φυσικού αερίου επιβατικών και επαγγελματικών αυτοκινήτων.

H μετατροπή

Η μετατροπή ενός συμβατικού οχήματος σε αεριοκίνητο πραγματοποιείται μόνο από συνεργεία που διαθέτουν την απαραίτητη άδεια και ως διαδικασία δεν διαφοροποιείται σημαντικά από εκείνη της μετατροπής ενός αυτοκινήτου σε υγραεριοκίνητο.

Η σχετική υπουργική απόφαση ορίζει ότι το σύστημα αεριοκίνησης, συμπεριλαμβανομένων και των δεξαμενών, θα πρέπει να ελέγχεται ανά τέσσερα χρόνια μετά την εγκατάστασή του και κάθε φορά που το όχημα εμπλέκεται σε ατύχημα.

Μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασης, δημόσια ή ιδιωτικά ΚΤΕΟ θα πρέπει να ελέγχουν και να πιστοποιούν την ικανότητα κίνησης του οχήματος με τη χρήση πεπιεσμένου φυσικού αερίου, κάτι που ισχύει άλλωστε και για τα συστήματα υγραεριοκίνησης.

Στα 20 χρόνια ορίζεται το όριο ζωής των δεξαμενών φυσικού αερίου, οι οποίες κατασκευάζονται από μέταλλο ή συνθετικά υλικά.

Τα πλεονεκτήματα

Το φυσικό αέριο αποτελείται από ένα μίγμα υδρογονανθράκων, εξορύσσεται από υπόγειες κοιλότητες και για τη χρήση του δεν απαιτείται η περαιτέρω επεξεργασία του.

Το βασικό του πλεονέκτημα προκύπτει από τη χαμηλή τιμή διάθεσής του, η οποία με τη σειρά της εξασφαλίζει τον περιορισμό του κόστους κίνησης. Η εξοικονόμηση που υπόσχεται η χρήση του φυσικού αερίου στην κίνηση ενός οχήματος φτάνει το 70% σε σχέση με τη βενζίνη και το 25% συγκριτικά με το υγραέριο.

Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι από τη χρήση του φυσικού αερίου οι ρύποι που εκλύονται στην ατμόσφαιρα είναι σημαντικά λιγότεροι, σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο τύπο ορυκτού καυσίμου.

Επίσης, λόγω των ιδιοτήτων του φυσικού αερίου αλλά και των αυστηρών προδιαγραφών κατασκευής των δεξαμενών που το φιλοξενούν, περιορισμένες είναι και οι πιθανότητες αυτανάφλεξης, καθιστώντας τον συγκεκριμένο τύπο καυσίμου ως τον πλέον ασφαλή.

Τα μειονεκτήματα

Το μέγεθος των δεξαμενών που απαιτείται για την επίτευξη αντίστοιχης, με ένα βενζινοκίνητο ή υγραεριοκίνητο σύστημα, αυτονομίας είναι υπερτριπλάσιο, κάτι που ενδεχομένως περιορίσει σημαντικά τον οφέλιμο χώρο αποσκευών.

Αντιστοίχως, σε περίπτωση που κάποιος επιλέξει την τοποθέτηση δεξαμενών μικρότερου όγκου, τότε η αυτονομία είναι εκείνη που λειτουργεί περιοριστικά. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι μια δεξαμενή φυσικού αερίου με όγκο 50 λίτρων, προσφέρει την αυτονομία θα εξασφάλιζαν περίπου 11 λίτρα βενζίνης.

Σχετικό με το μέγεθος των δεξαμενών και την αυτονομία είναι και το μειονέκτημα του περιορισμένου δικτύου σταθμών ανεφοδιασμού. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας λειτουργούν τέσσερις σταθμοί ανεφοδιασμού φυσικού αερίου, εκ των οποίων οι τρεις στην Αττική και ο ένας στη Θεσσαλονίκη.

Ως μειονέκτημα, σε σχέση τουλάχιστον με τα αντίστοιχα συστήματα υγραεριοκίνησης, μπορεί να θεωρηθεί και το υψηλότερο κόστος μετατροπής, έστω και αν η περαιτέρω διάδοση της συγκεκριμένης τεχνολογίας πρόκειται, αργά ή γρήγορα, να οδηγήσει στον περιορισμό του.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα μέρη ενός συστήματος υγραεριοκίνησης δεν είναι συμβατά με την αεριοκίνηση, συνεπώς το πέρασμα από το υγραέριο στο φυσικό αέριο δεν αποτελεί μια συμφέρουσα επιλογή.

auto.in.gr