Τρελή του παραμυθιού και όχι του Σαγιό. Η κωμωδία του θεατρικού συγγραφέα και ποιητή, Ζαν Ζιροντού, που σήκωσε αυλαία την Παρασκευή στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, δεν εξέπεμψε τα αναμενόμενα μηνύματα ενώ άφησε μια γλυκανάλατη γεύση, που κινούταν στις επιταγές του απλοϊκού.
Τρελή του παραμυθιού και όχι του Σαγιό. Η κωμωδία του θεατρικού συγγραφέα και ποιητή, Ζαν Ζιροντού, που σήκωσε αυλαία την Παρασκευή στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, δεν εξέπεμψε τα αναμενόμενα μηνύματα ενώ άφησε μια γλυκανάλατη γεύση, που κινούταν στις επιταγές του απλοϊκού.

Το κλασικό έργο του 1943 περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια μιας εκκεντρικής και ονειροπόλας ύπαρξης της Ορελί να εμποδίσει μια ομάδα αδίστακτων επιχειρηματιών που αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν το υπέδαφος του Παρισιού για να πλουτίσουν από πετρέλαιο.

Η ρομαντική Ορελί, που διακατέχεται από αγνά συναισθήματα και πιστεύει σε ένα κόσμο όπου το χρήμα θα έρχεται σε δεύτερο μοίρα, παλεύει με πάθος τους επιχειρηματίες συσπειρώνοντας όλους εκείνους που βρίσκονται μακριά από τα γρανάζια του συστήματος και στήνοντας παγίδα στους «εχθρούς».

Η γραφική αυτή φιγούρα με συμμάχους της ρακοσυλλέκτες, βοθροκαθαριστές, ανθοπώλες, πλανόδιους τραγουδιστές, σερβιτόρους και άλλους, καταφέρνει να ρίξει στους υπονόμους του Παρισιού τους κυνικούς επιχειρηματίες και στο τέλος αναδύεται ένας παραμυθένιος κόσμος απαλλαγμένος από ματαιοδοξίες, εγωισμούς και παρανομίες.

Με τα παράταιρα ρούχα της κλέβει την παράσταση στην περιοχή του Σαγιό, ενώ έρχεται σε αλλεπάλληλες ιδεολογικές συγκρούσεις.

Το έργο δεδομένου ότι γράφτηκε μέσα στη δίνη του πολέμου και της κατοχής της Γαλλίας από τους Γερμανούς, εγκωμιάζει την ελευθερία, ενώ κινούμενο ανάμεσα σε σουρεαλισμό και πραγματικότητα σατιρίζει την απολυταρχία.

Η αξιακή κρίση, οι αγεφύρωτες κοινωνικές ανισότητες, τα ψυχικά συντρίμμια και η δίψα για ευτυχία είναι στοιχεία που κινούν τα νήματα της «Τρελής του Σαγιό» και που ο Ζαν Ζιροντού επεδίωκε να θίξει, ξεμπροστιάζοντας το απάνθρωπο περίβλημα μιας μετέωρης κοινωνίας.

Στέλνοντας ένα αισιόδοξο μήνυμα, ο γάλλος συγγραφέας σχηματίζει μια πλειάδα αντιθετικών ζευγών, που είναι διαχρονικά και δεν σταματούν να γεννούν διλήμματα.

Καλό και κακό, φαντασία και λογική, συναίσθημα και κενό, όνειρο και πραγματικότητα, δύναμη και αδυναμία, ευτυχία και πόνος, απολυταρχία και δημοκρατία, εξουσία και φτώχεια είναι έννοιες που ξεδιπλώνονται ζωντανά μέσα από το έργο.

Τα νοήματα, όμως, χάνονται μέσα από την σκηνοθετική ματιά του Πέτρου Ζούλια, που απλοποιεί σε υπερβολικό βαθμό το έργο, και μεταφέρει τον θεατή περισσότερο σε παραμυθούπολη παρά σε μια μετέωρη κοινωνικά και αξιακά κοινωνία.

Σε πολλά σημεία, μάλιστα, ο θεατής έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε παιδική παράσταση. Τόσο οι ερμηνείες, όσο και η αργή ροή συναντούν συχνά το κενό, ενώ το στοιχείο της αγωνίας και το ηθικό δίδαγμα απουσιάζει. Από την αρχή ως το τέλος η παράσταση κινείται στο ίδιο μοτίβο και δεν αφήνει ανοιχτά τα «παράθυρα» του προβληματισμού.

Ωστόσο, τα κοστούμια και τα σκηνικά είναι εντυπωσιακά με την εναλλαγή και τις νέες «αφίξεις» των μελών του θιάσου να προσδίδουν μια ποικιλομορφία που συμβάλλει μεν στην πιο ξεκούραστη και διασκεδαστική οπτική, δεν αρκεί όμως.

Η εποχή την οποία αντικατοπτρίζει το έργο αναπαρίσταται ρεαλιστικά μέσα από την από την παράσταση, το σατιρικό, όμως, στοιχείο των διαλόγων απουσιάζει με τον σπινθηροβόλο χαρακτήρα του έργου να εξανεμίζεται.

Οι περισσότερες ερμηνείες κινούνται στο πλαίσιο του υπερβολικά κωμικού με εκείνη της Άννας Παναγιωτοπούλου να μην ενσαρκώνει τόσο επιτυχημένα τη ρομαντική ιδεαλίστρια Ορελί. Η φωνή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο κινείται στη σκηνή απέχουν από την εικόνα που πρέπει να βγάλει ως εκκεντρική φιγούρα, ενώ λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρήτρια παρά ως πρωταγωνίστρια. Μοιραία γίνεται η σύγκριση με την Κατίνα Παξινού (το 1966) και την Αντιγόνη Βαλάκου (2003).

Η ερμηνεία της Μαρίνας Καλογήρου κινείται στο ρομαντικό «χώρο» όπως απαιτεί ο ρόλος της, ενώ ο Θανάσης Τσαλταμπάσης δεν ξεφεύγει από το κωμικό μοτίβο, που τον έχει συνηθίσει ο θεατής.

Η πιο επιτυχημένη ερμηνεία είναι εκείνη της Αλεξάνδρας Παντελάκη, που χωρίς προσποιητή αφέλεια, υποδύεται με απόλυτη φυσικότητα το ρόλο της. Ο τρόπος με τον οποίο μιλά είναι πιο κοντά στο σκεπτικό που έπλασε ο Ζαν Ζιροντού.

Ωστόσο, στην παράσταση, το κωμικό «ποτήρι» ξεχειλίζει και η παιδικότητα εμφανίζεται εκεί που δεν υπάρχει, με αποτέλεσμα να οικοδομείται το «βασίλειο» της ακανόνιστης τρέλας, που απέχει από τον κόσμο της «Τρελής του Σαγιό».

Ελισάβετ Σταμοπούλου

Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 20:30
Τιμές εισιτηρίων: 20 ευρώ, 15 ευρώ,10 ευρώ(φοιτητικό)
κάθε Πέμπτη ενιαία τιμή 13 ευρώ
Εθνικο Θεατρο-Κεντρικη Σκηνη, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 , τηλ. 210.5288170-171, 210.7234567

Μετάφραση: Γιάννης Ιορδανίδης
Σκηνοθεσία : Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά /Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Κίνηση: Φώτης Διαμαντόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη:Τάσος Αλατζάς
Διανομή (αλφαβητικά):
Μικροεισοδηματίας-Βοθροκαθαριστής: Γιάννης Δεγαΐτης
Γκαμπριέλ: Κατερίνα Δημάδη
Εξερευνητής-Εξερευνητής κοιτασμάτων Α’: Βασίλης Ευταξόπουλος
Ίρμα: Μαρίνα Καλογήρου
Παιδί Γκρουμ-Ταχυδακτυλουργός-Εκπρόσωπος Διαφήμισης και Τύπου Α’: Alex Leonn
Κονστάνς: Έρση Μαλικένζου
Τραγουδιστής: Δημήτρης Μάριζας
Ανθοπώλης: Ηλιάνα Μπάλα
Χρηματομεσίτης – Εξερευνητής κοιτασμάτων Β’: Βασίλης Μπισμπίκης
Γκαρσόν-Εκπρόσωπος Διαφήμισης και Τύπου Β’: Πάνος Μπόρας
Τρελή του Σαγιό: Άννα Παναγιωτοπούλου
Ζοζεφίν: Αλεξάνδρα Παντελάκη
Αστυνομικός – Αντιπρόσωπος λαού Β’ : Αργύρης Παυλίδης
Βαρόνος – Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Α’: Βασίλης Ρίσβας
Πιερ: Παύλος Σαχπεκίδης
Πρόεδρος – Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Β’: Πάνος Σταθακόπουλος
Ρακοσυλλέκτης: Θανάσης Τσαλταμπάσης
Κωφάλαλος: Γιώργος Τσούρμπας
Μικροπωλητής- Ναυαγοσώστης – Αντιπρόσωπος λαού Α’: Βαγγέλης Χατζηνικολάου